κνήθω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(20)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κνήθω]] (AM)<br /><b>βλ.</b> <i>κνω</i>.
|mltxt=[[κνήθω]] (AM)<br /><b>βλ.</b> <i>κνω</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κνήθω:''' μέλ. <i>κνήσω</i>, ([[κνάω]]) μεταγεν. [[τύπος]] του [[κνάω]], ξύνω, [[γαργαλώ]] γρατσουνίζω — Παθ., φαγουρώνομαι, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 18:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνήθω Medium diacritics: κνήθω Low diacritics: κνήθω Capitals: ΚΝΗΘΩ
Transliteration A: knḗthō Transliteration B: knēthō Transliteration C: knitho Beta Code: knh/qw

English (LSJ)

later form of κνάω,

   A scratch, ὡς λέγεται, κνήθειν οἶδεν ὄνος τὸν ὄνον AP12.238.8 (Strat.), cf. Moer.p.234 P.:—Med., κνήθεσθαι εἰς τὰς ἀκάνθας τὰ ἕλκη to get one's sores scratched, Arist.HA609a32.    2 Pass., itch, Paul. Aeg.6.60; κνηθόμενοι τὴν ἀκοήν 2 Ep.Ti.4.3; to be provoked, Arist. Pr.957b15.

German (Pape)

[Seite 1460] nach Moeris hellenistisch für κνάω, kratzen; τὸν ὄνον κνήθεσθαι εἰς τὰς ἀκάνθας τὰ ἕλκη, sich reiben, Arist. H. A. 9, 1. – Ein Jucken, Brennen verursachen, u. pass. ein Jucken empfinden, II. Timoth. 4, 3; – übh. reizen, Arist. probl. 31, 4; bes. zu Liebe, Groll u. dgl., ὄνος ὄνον κνήθει Strat. 77 (XII, 238).

Greek (Liddell-Scott)

κνήθω: μέλλ. κνήσω, (κνάω) μεταγεν. τύπος τοῦ κνάω, ξύω, «ξυῶ», Μοῖρις 234· ― Μέσ., τὸν ὄνον κνήθεσθαι εἰς τὰς ἀκάνθας τὰ ἕλκη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 18. ΙΙ. γαργαλίζω, τὰς ἀκοὰς Κλήμ. Ἀλεξ. 328. ― Παθ., γαργαλίζομαι, αἰσθάνομαι κνησμόν, κνηθόμενοι τὴν ἀκοὴν 2 Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 3· παροξύνομαι, Ἀριστ. Προβλ. 31. 3.

French (Bailly abrégé)

1 gratter ; irriter;
2 chatouiller.
Étymologie: cf. κνάω.

English (Strong)

from a primary knao (to scrape); to scratch, i.e. (by implication) to tickle: X itching.

English (Thayer)

present passive κνήθομαι; (from κνάω, infinitive κναν and Attic κνην); to scratch, tickle, make to itch; passive to itch: κνηθόμενοι τήν ἀκοήν (on the accusative cf. Winer s Grammar, § 32,5), i. e. desirous of hearing something pleasant (Hesychius, κνήθειν τήν ἀκοήν. ζητοῦντες τί ἀκοῦσαι, καθ' ἡδονήν), τόν ὄνον κνήθεσθαι εἰς τάς ἀκάνθας τά ἕλκη, its sores, Aristotle, h. a. 9,1, p. 609a, 32; κνην Ἀττικοι, κνήθειν Ἕλληνες, Moeris, p. 234; (cf. Veitch, under the word κνάω).)

Greek Monolingual

κνήθω (AM)
βλ. κνω.

Greek Monotonic

κνήθω: μέλ. κνήσω, (κνάω) μεταγεν. τύπος του κνάω, ξύνω, γαργαλώ γρατσουνίζω — Παθ., φαγουρώνομαι, σε Καινή Διαθήκη