κύπειρος: Difference between revisions
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (Α [[κύπειρος]])<br /><b>βλ.</b> [[κύπερη]]. | |mltxt=ο, η (Α [[κύπειρος]])<br /><b>βλ.</b> [[κύπερη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κύπειρος:''' [ῠ], ὁ, = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, = foreg., h.Merc.107, Ar.Ra.243 (lyr.), Pherecr. 109, Thphr.HP1.8.1, and 10.5, Theoc.1.106.
German (Pape)
[Seite 1534] ὁ, ion. κύπερος (s. unten), bei Diosc. auch ἡ, eine Wasser- oder Wiesenpflanze, H. h. Men, 107; mit einer gewürzhaften Wurzel, Theophr.; neben φλέως, Ar. Ran. 243; Theocr. 1, 106. 5, 45. Vgl. κυπειρίς.
Greek (Liddell-Scott)
κύπειρος: ῠ, ὁ, φυτόν τι ἑλῶδες ὡς τὸ κύπειρον, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 107, Ἀριστοφ. Βάτρ. 243, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1, Θεόκρ. 1. 106, κτλ. ΙΙ. ἕτερον εἶδος αὐτοῦ φαίνεται ὅτι ἦτο τὸ βροῦλον, καὶ ἄλλο εἶδος τὸ gladiolus, Schneid. Πίνακ. εἰς Θεόφρ.· πρβλ. ὡσαύτως κύπερος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
souchet, plante.
Étymologie: DELG emprunt probable.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κύπειρος: [ῠ], ὁ, = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν.