λευκάς: Difference between revisions
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λευκάς]], -[[άδος]], ἡ (Α) [[λευκός]]<br /><b>1.</b> (ως θηλ. του [[λευκός]]) λευκή («λευκὰς [[χαίτη]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> [[φύλλο]] [[φοινικιάς]]<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]] («λευκὰς ὀρεινή» <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Λευκάς πέτρη» ή, [[απλώς]], «Λευκάς» — [[ονομασία]] διαφόρων βράχων ή ακρωτηρίων<br />β) «[[λευκάς]] [[φωνή]]»<br /><b>μτφ.</b> καθαρή, [[διαυγής]] [[φωνή]]. | |mltxt=[[λευκάς]], -[[άδος]], ἡ (Α) [[λευκός]]<br /><b>1.</b> (ως θηλ. του [[λευκός]]) λευκή («λευκὰς [[χαίτη]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> [[φύλλο]] [[φοινικιάς]]<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]] («λευκὰς ὀρεινή» <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Λευκάς πέτρη» ή, [[απλώς]], «Λευκάς» — [[ονομασία]] διαφόρων βράχων ή ακρωτηρίων<br />β) «[[λευκάς]] [[φωνή]]»<br /><b>μτφ.</b> καθαρή, [[διαυγής]] [[φωνή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λευκάς:''' -[[άδος]],<br /><b class="num">I.</b> ποιητ. θηλ. του [[λευκός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> όνομα ακρωτηρίου της Ηπείρου, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 30 December 2018
English (LSJ)
άδος, fem. of λευκός: Λ. πέτρη as pr.n. of mythical and real promontories, Od.24.11, Anacr.19, cf. E. Cyc.166; Λ. alone, Th.1.30, etc. II λ. ὀρεινή mountain deadnettle, Lamium maculatum, Dsc.3.99; λ. ἥμερος dead-nettle, L. Moschatum, ibid. 2 epith. of ἤρυγγος, white, Nic.Th.849.
German (Pape)
[Seite 33] άδος, ἡ, bes. fem. zu λευκός, Nonn. – Als subst. eine Pflanze, Nic. Ther. 848; Diosc. – S. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
λευκάς: -άδος, ποιητ. θηλ. τοῦ λευκός, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. γ΄, 20, κτλ.· πέτρα λ. Εὐρ. Κύκλ. 166· ἐντεῦθεν τὸ ἀκρωτήριον τῆς Ἠπείρου ἐκαλεῖτο Λευκάς, πρῶτον ἐν Ὀδ. Ω. 11. ΙΙ. φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους, lamium, εἶναι δὲ δύο εἰδῶν, ἡ ἥμερος καὶ ἡ ὀρεινή, χρησιμεύουσι δὲ ἀμφότεραι ὡς ἀντιφάρμακον κατὰ τῶν ἰοβόλων καὶ μάλιστα τῶν θαλασσίων, Διοσκ. 3. 113, πρβλ. Νικ. Θ. 849.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
blanc ; ἡ λευκάς lamier, plante ; fig. clair, éclatant en parl. de la voix.
Étymologie: λευκός.
Greek Monolingual
λευκάς, -άδος, ἡ (Α) λευκός
1. (ως θηλ. του λευκός) λευκή («λευκὰς χαίτη», Νόνν.)
2. φύλλο φοινικιάς
3. ονομασία διαφόρων φυτών («λευκὰς ὀρεινή» Διοσκ.)
4. φρ. α) «Λευκάς πέτρη» ή, απλώς, «Λευκάς» — ονομασία διαφόρων βράχων ή ακρωτηρίων
β) «λευκάς φωνή»
μτφ. καθαρή, διαυγής φωνή.
Greek Monotonic
λευκάς: -άδος,
I. ποιητ. θηλ. του λευκός, σε Ευρ.
II. όνομα ακρωτηρίου της Ηπείρου, σε Ομήρ. Οδ.