λευστήρ: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λευστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[άξιος]] λιθοβολισμού<br /><b>2.</b> [[τύραννος]], [[δυνάστης]]<br /><b>3.</b> (και ως επίθ.) αυτός που φονεύει με λιθοβολισμό («λευστῆρα δήμου δ' οὔ τι μὴ φύγη [[μόρον]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λευσ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λεύσ</i>-<i>ω</i>, μέλλ. του [[λεύω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μνησ</i>-<i>τήρ</i>, <i>ορχησ</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=[[λευστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[άξιος]] λιθοβολισμού<br /><b>2.</b> [[τύραννος]], [[δυνάστης]]<br /><b>3.</b> (και ως επίθ.) αυτός που φονεύει με λιθοβολισμό («λευστῆρα δήμου δ' οὔ τι μὴ φύγη [[μόρον]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λευσ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λεύσ</i>-<i>ω</i>, μέλλ. του [[λεύω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μνησ</i>-<i>τήρ</i>, <i>ορχησ</i>-<i>τήρ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λευστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[λεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που λιθοβολεί, [[φονιάς]], σε Ευρ.· σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., [[λευστήρ]], πιθ. [[κάποιος]] που αξίζει να λιθοβοληθεί.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., λευστὴρ [[μόρος]], [[θάνατος]] δια λιθοβολισμού, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευστήρ Medium diacritics: λευστήρ Low diacritics: λευστήρ Capitals: ΛΕΥΣΤΗΡ
Transliteration A: leustḗr Transliteration B: leustēr Transliteration C: lefstir Beta Code: leusth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (λεύω)

   A one who stones, E.Tr.1039; τὸν Κασσανδρέων λευστῆρα their oppressor, Ael.NA5.15; so perh. in Hdt.5.67, where the oracle tells Cleisthenes Ἄδρηστον μὲν εἶναι Σικυωνίων βασιλέα, ἐκεῖνον δὲ λευστῆρα (or perh. a mere stone-thrower, i.e. ψιλός: Suid., quoting Ael.Fr.115, makes it Pass., = ὁ καταλευσθῆναι ἄξιος).    II as Adj., λ. μόρος death by stoning, A.Th.199; λευστῆρα πρῶτον . . ῥίψας πέτρον Lyc.1187, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 36] ῆρος, ὁ, der Steiniger; βαῖνε λευστήρων πέλας Eur. Tr. 1039; Her. 5, 67; adj., λευστὴρ μόρος, der Steinigungstod, Aesch. Spt. 181; auch πέτρον λευστῆρα ῥίψας Lycophr. 1187. Bei Her. 5, 67 im Orak. erkl. man auch = der werth ist, gesteinigt zu werden, vgl. Ael. H. A. 5, 15; richtiger ein Peiniger, Tyrann; anders erkl. Müller Dorier I, 8, 2.

Greek (Liddell-Scott)

λευστήρ: ῆρος, ὁ, (λεύω) ὁ λιθοβολῶν, ὁ λίθοις ἀναιρῶν, φονεύς, Εὐρ. Τρῳ. 1039· τὸν Κασσανδρέων λευστῆρα, τὸν καταδυναστεύοντα αὐτούς, ὡς παρὰ Κικέρωνι lapidator, Αἰλ. π. Ζ. 5. 15· - καὶ οὕτως ὁ Ἡσύχ. ἐκλαμβάνει τὴν λέξιν ἐν Ἡροδ. 5. 67, ἔνθα τὸ μαντεῖον ἀποκρίνεται εἰς τὸν Κλεισθένη Ἄδρηστον μὲν εἶναι Σικυωνίων βασιλέα, ἐκεῖνον δὲ λευστῆρα· (ἐνῷ ὁ Σουΐδας θεωρεῖ αὐτὸ παθ., ἄξιος καταλευσθῆναι, λιθοβοληθῆναι, ὁ καταλευσθῆναι ἄξιος). ΙΙ. ὡς ἐπίθ., λευστὴρ μόρος, θάνατος διὰ λιθοβολίας, Αἰσχύλ. Θήβ. 199· λ. πέτρας Λυκόφρ. 1187.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
1 qui lapide;
2 qui consiste dans la lapidation : λευστὴρ μόρος ESCHL la mort par lapidation;
3 digne d’être lapidé.
Étymologie: λεύω.

Greek Monolingual

λευστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. ο άξιος λιθοβολισμού
2. τύραννος, δυνάστης
3. (και ως επίθ.) αυτός που φονεύει με λιθοβολισμό («λευστῆρα δήμου δ' οὔ τι μὴ φύγη μόρον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λευσ- (πρβλ. λεύσ-ω, μέλλ. του λεύω) + επίθημα -τήρ (πρβλ. μνησ-τήρ, ορχησ-τήρ)].

Greek Monotonic

λευστήρ: -ῆρος, ὁ (λεύω
I. αυτός που λιθοβολεί, φονιάς, σε Ευρ.· σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., λευστήρ, πιθ. κάποιος που αξίζει να λιθοβοληθεί.
II. ως επίθ., λευστὴρ μόρος, θάνατος δια λιθοβολισμού, σε Αισχύλ.