Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιθολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(23)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[λιθολόγος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασχολείται με τη [[λιθολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συγκεντρώνει λίθους για [[οικοδόμηση]] και τους εφαρμόζει [[χωρίς]] να [[είναι]] πελεκημένοι σε [[τετράγωνο]] [[σχήμα]]<br /><b>2.</b> [[κτίστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βιο</i>-[[λόγος]], <i>κεραμο</i>-[[λόγος]].
|mltxt=ο (Α [[λιθολόγος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασχολείται με τη [[λιθολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συγκεντρώνει λίθους για [[οικοδόμηση]] και τους εφαρμόζει [[χωρίς]] να [[είναι]] πελεκημένοι σε [[τετράγωνο]] [[σχήμα]]<br /><b>2.</b> [[κτίστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βιο</i>-[[λόγος]], <i>κεραμο</i>-[[λόγος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐθολόγος:''' ὁ ([[λέγω]] Β), αυτός που οικοδομεί με πέτρες διαλεγμένες, έτσι ώστε η καθεμιά να εφαρμόζει ακριβώς στη [[θέση]] της, με πέτρες όχι κομμένες σε [[σχήμα]] τετραγώνου· [[έπειτα]], γενικά, [[λιθοδόμος]], [[κτίστης]], σε Θουκ., κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 45] Steine lesend, sammelnd, die zum Bau tauglich sind, Maurer, neben τέκτονες Thuc. 6, 44 genannt, wie Xen. Hell. 4, 4, 18. 8, 10; vgl. Plat. Legg. IX, 858 b X, 902 e; Tim. lex. Plat. erkl. οἰκοδόμος.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθολόγος: ὁ, (λέγω Β) ὁ συλλέγων λίθους πρὸς οἰκοδομήν, ὁ οἰκοδομῶν διὰ λίθων ἐκλεχθέντων οὕτως, ὥστε ἕκαστος νὰ ἐφαρμόζηται εἰς τὴν θέσιν του, οὐχὶ πεπελεκημένος εἰς σχῆμα τετράγωνον (πρβλ. ἐπὶ πᾶσι λογὰς 2), καὶ οὕτω καθόλου = λιθοδόμος, κτίστης, Πλάτ. Νόμ. 858Β· λιθολόγοι καὶ τέκτονες, κτίσται καὶ ξυλουργοί, Θουκ. 6. 44, πρβλ. 7. 43, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui assemble ou choisit des pierres ; maçon.
Étymologie: λίθος, λέγω².

Greek Monolingual

ο (Α λιθολόγος)
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με τη λιθολογία
αρχ.
1. αυτός που συγκεντρώνει λίθους για οικοδόμηση και τους εφαρμόζει χωρίς να είναι πελεκημένοι σε τετράγωνο σχήμα
2. κτίστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + λόγος (< λέγω), πρβλ. βιο-λόγος, κεραμο-λόγος.

Greek Monotonic

λῐθολόγος: ὁ (λέγω Β), αυτός που οικοδομεί με πέτρες διαλεγμένες, έτσι ώστε η καθεμιά να εφαρμόζει ακριβώς στη θέση της, με πέτρες όχι κομμένες σε σχήμα τετραγώνου· έπειτα, γενικά, λιθοδόμος, κτίστης, σε Θουκ., κ.λπ.