μάμμη: Difference between revisions
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
(24) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[μάμμη]] και [[μάμμα]], Α και [[μαμμία]], Μ και μάμμου)<br />η [[γιαγιά]]<br /><b>μσν.</b><br />η [[μαμμή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[μητέρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[μαστός]] της μητέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της παιδικής γλώσσας. Η ονομ. [[μάμμη]] προήλθε πιθ. από την κλητ. [[μάμμα]] (που ανάγεται σε IE <i>ma</i>-, ηχομίμηση για την [[έννοια]] «[[μητέρα]]», με αναδιπλασιασμό). Η λ. αντιστοιχεί με λατ. <i>mamma</i> «[[μητέρα]], [[γιαγιά]]», νέο άνω γερμ. <i>mamme</i>, ρωσ. <i>mama</i> και συνδέεται με τα <i>μᾶ</i>, [[μαῖα]], [[μήτηρ]], [[μαστός]]. | |mltxt=η (AM [[μάμμη]] και [[μάμμα]], Α και [[μαμμία]], Μ και μάμμου)<br />η [[γιαγιά]]<br /><b>μσν.</b><br />η [[μαμμή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[μητέρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[μαστός]] της μητέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της παιδικής γλώσσας. Η ονομ. [[μάμμη]] προήλθε πιθ. από την κλητ. [[μάμμα]] (που ανάγεται σε IE <i>ma</i>-, ηχομίμηση για την [[έννοια]] «[[μητέρα]]», με αναδιπλασιασμό). Η λ. αντιστοιχεί με λατ. <i>mamma</i> «[[μητέρα]], [[γιαγιά]]», νέο άνω γερμ. <i>mamme</i>, ρωσ. <i>mama</i> και συνδέεται με τα <i>μᾶ</i>, [[μαῖα]], [[μήτηρ]], [[μαστός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μάμμη:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[μαμά]], [[μαμάκα]], η πρώιμη [[προσπάθεια]] ενός παιδιού να αρθρώσει τη [[λέξη]] [[μητέρα]], σε Ανθ.· ομοίως, [[ἄττα]], [[πάππας]], [[τάτα]], [[τέττα]], το [[πάππας]] αντί <i>[[πατέρας]]</i>.<br /><b class="num">II.</b> [[γιαγιά]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, child's word for
A mother, ὦ μάμμη Pherecr.70, cf. Men. Sam.28; Σισύφου ὦ μ. AP11.67 (Myrin.), cf. Epicur.Fr.176. II mother's breast, Arr.Epict.2.16.43. III later, grandmother, POxy.1644.12 (i B. C.), Ph.2.301, Plu.Agis4, LXX 4 Ma.16.9, SIG 844 B 5 (Chaeronea, iii A. D.), etc.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μάμμη: ἡ, (ὡσαύτως μάμμα, Πολυδ. Γ΄, 17, Μοῖρ.· μαμμαία, Εὐστ. 971. 36)· - κυρίως, ὡς τὰ Ἀγγλ. mamma, mammy, καὶ ὅμοιαι λέξεις ἐν πάσῃ γλώσσῃ, ἀπόπειρα τοῦ παιδίου ὅπως εἴπῃ τὴν λέξιν μῆτερ, ὦ μάμμη Φερεκρ. ἐν «Κοριανν.» 4· Σισύφου ὦ μάμμη Ἀνθ. Π. 11. 67· - οὕτω ἄππα, ἄττα, πάππας, τάτα, τέττα, papa, ἀντὶ πάτερ· - πρβλ. μαμμάω. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. mamma, ὁ τῆς μητρὸς μαστός, Schweigh. εἰς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 43. ΙΙΙ. ἀκολούθως, ἡ μάμμη, «κυροῦλα», «γιαγ~ιά», ἡ προμήτωρ, Πλουτ. Ἀγησ. 4., 2. 704Β, Ἑβδ. (Δ΄ Μακκ. Ιϛʹ, 9)· πρβλ. Piers. εἰς Μοῖρ. 259.
French (Bailly abrégé)
mieux que μάμμα;
ης (ἡ) :
grand-mère.
Étymologie: DELG mot enfantin apparenté à μᾶ, μαῖα, μαστός.
English (Strong)
of natural origin ("mammy"); a grandmother: grandmother.
English (Thayer)
μαμμης, ἡ,
1. in the earlier Greek writings mother (the name infants use in addressing their mother).
2. in the later writings (Philo), Josephus, Plutarch, Appian, Herodian, Artemidorus Daldianus) equivalent to τήθη, grandmother (see Lob. ad Phryn., pp. 133-135 (cf. Winer's Grammar, 25)): 4 Maccabees 16:9.
Greek Monolingual
η (AM μάμμη και μάμμα, Α και μαμμία, Μ και μάμμου)
η γιαγιά
μσν.
η μαμμή
μσν.-αρχ.
η μητέρα
αρχ.
ο μαστός της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της παιδικής γλώσσας. Η ονομ. μάμμη προήλθε πιθ. από την κλητ. μάμμα (που ανάγεται σε IE ma-, ηχομίμηση για την έννοια «μητέρα», με αναδιπλασιασμό). Η λ. αντιστοιχεί με λατ. mamma «μητέρα, γιαγιά», νέο άνω γερμ. mamme, ρωσ. mama και συνδέεται με τα μᾶ, μαῖα, μήτηρ, μαστός.
Greek Monotonic
μάμμη: ἡ,
I. μαμά, μαμάκα, η πρώιμη προσπάθεια ενός παιδιού να αρθρώσει τη λέξη μητέρα, σε Ανθ.· ομοίως, ἄττα, πάππας, τάτα, τέττα, το πάππας αντί πατέρας.
II. γιαγιά, σε Πλούτ.