μονόλυκος: Difference between revisions
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μονόλυκος]], ὁ (Α)<br />[[λύκος]] αγριότατος και [[πελώριος]] από τη [[φύση]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λύκος]]. | |mltxt=[[μονόλυκος]], ὁ (Α)<br />[[λύκος]] αγριότατος και [[πελώριος]] από τη [[φύση]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λύκος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μονόλῠκος:''' ὁ, [[μοναδικός]] (στο είδος του) [[τεράστιος]] [[λύκος]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A solitary, i. e. singularly fierce, wolf, applied by Demosthenes to Alexander, Plu.Dem.23, cf. Ael.NA7.47. II as Adj., λύκος μ. Arat. 1124 [with 2nd syll. long].
German (Pape)
[Seite 203] ὁ, ein einzelner, ungewöhnlich großer Wolf, der einzig in seiner Art ist, Arat. D. 392, Ael. N. A. 7, 47; so nannte Demosthenes den Alexander, Plut. Dem. 23, vgl. μονολέων. [Bei Arat. ist des Verses wegen die zweite Sylbe lang.]
Greek (Liddell-Scott)
μονόλῠκος: ὁ, μόνος, μοναδικὸς εἰς τὸ εἶδός του λύκος, δηλ. ἐξόχως μέγας, πελώριος, Αἰλ. π. Ζ. 7. 47, Πλουτ. Ἀλέξ. 23, Ἄρατ. 1124 [μὲ μακρὰν τὴν β΄ συλλαβὴν ἐν ἄρσει], πρβλ. μονολέων.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
loup d’une taille singulière, extraordinaire.
Étymologie: μόνος, λύκος.
Syn. κνηκίας, κνηκός, λύκος, μονιός.
Greek Monolingual
μονόλυκος, ὁ (Α)
λύκος αγριότατος και πελώριος από τη φύση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + λύκος.
Greek Monotonic
μονόλῠκος: ὁ, μοναδικός (στο είδος του) τεράστιος λύκος, σε Πλούτ.