μωρία: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
(26)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μωρία]], Α ιων. τ. μωρίη, Μ και ἀμωρία) [[μωρός]]<br />η [[ιδιότητα]] του μωρού, [[βλακεία]], [[ανοησία]], [[αφροσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> διανοητική [[καθυστέρηση]] σε βαθμό που απαιτείται [[φροντίδα]] και [[προστασία]] του πάσχοντος<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) [[λόγος]] ή [[πράξη]] ανόητη, απερίσκεπτη, [[κουταμάρα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πράξη]], [[κατόρθωμα]] της παιδικής ηλικίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ευφημιστικά) [[αθέμιτος]], [[παράνομος]] [[έρωτας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀφλισκάνω]] μωρίαν» — [[φαίνομαι]] [[ανόητος]], [[επισύρω]] με τις πράξεις μου για τον εαυτό μου την [[υποψία]] ότι [[είμαι]] [[ανόητος]], κατηγορούμαι ως [[μωρός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μωρίαι]]<br />ἁμαρτίαι».
|mltxt=η (ΑΜ [[μωρία]], Α ιων. τ. μωρίη, Μ και ἀμωρία) [[μωρός]]<br />η [[ιδιότητα]] του μωρού, [[βλακεία]], [[ανοησία]], [[αφροσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> διανοητική [[καθυστέρηση]] σε βαθμό που απαιτείται [[φροντίδα]] και [[προστασία]] του πάσχοντος<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) [[λόγος]] ή [[πράξη]] ανόητη, απερίσκεπτη, [[κουταμάρα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πράξη]], [[κατόρθωμα]] της παιδικής ηλικίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ευφημιστικά) [[αθέμιτος]], [[παράνομος]] [[έρωτας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀφλισκάνω]] μωρίαν» — [[φαίνομαι]] [[ανόητος]], [[επισύρω]] με τις πράξεις μου για τον εαυτό μου την [[υποψία]] ότι [[είμαι]] [[ανόητος]], κατηγορούμαι ως [[μωρός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μωρίαι]]<br />ἁμαρτίαι».
}}
{{lsm
|lsmtext='''μωρία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[μῶρος]]), [[ηλιθιότητα]], [[ανοησία]], <i>μωρίαν ἐπιφέρειν τινί</i>, του [[προσάπτω]] τον χαρακτηρισμό του ανόητου, σε Ηρόδ.· <i>μωρίαν ὀφλισκάνειν</i>, του έχει καταλογιστεί η [[ανοησία]], σε Σοφ.· ἐδόκει [[μωρία]] [[εἶναι]] [[ταῦτα]], σε Θουκ.· <i>τῆς μωρίας!</i> τι [[ανοησία]]! σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 18:51, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωρία Medium diacritics: μωρία Low diacritics: μωρία Capitals: ΜΩΡΙΑ
Transliteration A: mōría Transliteration B: mōria Transliteration C: moria Beta Code: mwri/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, (μῶρος)

   A folly, Hdt.1.146; μωρίας πλέως S.Aj.1150, cf. 745; μωρίην ἐπιφέρειν τισί to impute folly to them, Hdt.1.131; μωρίαν ὀφλισκάνειν to be charged with it, S. Ant.470; ἐδόκει μ. εἶναι ταῦτα Th.5.41; μωρίᾳ φιλονικεῖν foolishly, Id.4.64; τῆς μ. what folly! Ar.Nu.818, Ec.787; εἰς τοῦτ' ἀφῖχθε μωρίας D.9.54; πολλὴ μ. τοῦ διανοήματος Pl.Lg.818d; of illicit love, E.Hipp. 644, Ion545.

German (Pape)

[Seite 226] ἡ, die Thorheit, Dummheit; Aesch. Ag. 1655; τἄπη μωρίας πολλῆς πλέα, Soph. Ai. 732; ἄνδρα μωρίας πλέων, 1129; μωρίαν ὀφλισκάνω, Ant. 466 (s. das verb.); Eur. oft; μωρίη πολλὴ λέγειν τοῦτο, Her. 1, 146; ἐδόκει μωρία εἶναι ταῦτα, Thuc. 5, 41; πολλὴ μωρία, Plat. Prot. 317 a; καὶ ἀλογία, Epinom. 983 e; bei den Folgdn überall.

Greek (Liddell-Scott)

μωρία: Ἰων. -ίη, ἡ, (μῶρος) ὡς καὶ νῦν, ἀνοησία, ἀφροσύνη, Ἡρόδ. 1. 146· μωρίας πλέως Σοφ. Αἴ 1150, πρβλ. 745· μωρίην ἐπιφέρω τινί, ἀποδίδω ἀνοησίαν εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 131· μωρίαν ὀφλισκάνω, κατηγοροῦμαι ὡς μωρός, Σοφ. Ἀντ. 470, Εὐρ. Μήδ. 1227· ἐδόκει μωρία εἶναι ταῦτα Θουκ. 5. 41· μωρίᾳ φιλονικεῖν, ἀνοήτως, μωρῶς, ὁ αὐτ. 4. 64· τῆς μωρίας! τί μωρία! Ἀριστοφ. Νεφ. 818, Ἐκκλ. 787· εἰς τοῦτο ἀφῖχθε μωρίας Δημ. 124. 24. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μωρίαι· ἁμαρτίαι».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
folie.
Étymologie: μωρός.

English (Strong)

from μωρός; silliness, i.e. absurdity: foolishness.

English (Thayer)

μωρίας, ἡ (μωρός), first in Herodotus 1,146 (Sophocles, others). foolishness: Sirach 20:31).

Greek Monolingual

η (ΑΜ μωρία, Α ιων. τ. μωρίη, Μ και ἀμωρία) μωρός
η ιδιότητα του μωρού, βλακεία, ανοησία, αφροσύνη
νεοελλ.
ιατρ. διανοητική καθυστέρηση σε βαθμό που απαιτείται φροντίδα και προστασία του πάσχοντος
(νεοελλ.-μσν.) λόγος ή πράξη ανόητη, απερίσκεπτη, κουταμάρα
μσν.
πράξη, κατόρθωμα της παιδικής ηλικίας
αρχ.
1. (ευφημιστικά) αθέμιτος, παράνομος έρωτας
2. φρ. «ὀφλισκάνω μωρίαν» — φαίνομαι ανόητος, επισύρω με τις πράξεις μου για τον εαυτό μου την υποψία ότι είμαι ανόητος, κατηγορούμαι ως μωρός
3. (κατά τον Ησύχ.) «μωρίαι
ἁμαρτίαι».

Greek Monotonic

μωρία: Ιων. -ίη, ἡ (μῶρος), ηλιθιότητα, ανοησία, μωρίαν ἐπιφέρειν τινί, του προσάπτω τον χαρακτηρισμό του ανόητου, σε Ηρόδ.· μωρίαν ὀφλισκάνειν, του έχει καταλογιστεί η ανοησία, σε Σοφ.· ἐδόκει μωρία εἶναι ταῦτα, σε Θουκ.· τῆς μωρίας! τι ανοησία! σε Αριστοφ.