μύρμηξ: Difference between revisions
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μύρμηξ]], ὁ (ΑΜ, Α δωρ. τ. [[μύρμαξ]])<br /><b>βλ.</b> [[μυρμήγκι]]. | |mltxt=[[μύρμηξ]], ὁ (ΑΜ, Α δωρ. τ. [[μύρμαξ]])<br /><b>βλ.</b> [[μυρμήγκι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μύρμηξ:''' -ηκος, ὁ, Λατ. [[formica]]·<br /><b class="num">I.</b> το [[μερμήγκι]], σε Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αρπακτικό ζώο της Ινδίας, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ηκος, Dor. μύρμαξ, ᾱκος, ὁ,
A ant, Hes.Frr.14.5,76.4, Theoc.9.31, 15.45, 17.107, etc.: metaph., ναῦται θαλάσσης μύρμηκες Aeschrio 2. 2 μύρμηκος ἀτραποί, = μυρμηκιά 11.2, Ar.Th. 100. II fabulous animal in India, Hdt.3.102; οἱ χρυσωρύχοι μ. Str.2.1.9; λέουσι τοῖς καλουμένοις μύρμηξιν Id.16.4.15, cf. Agatharch. 69, Ael.NA3.4. III hidden rock in the sea, Lyc.878; esp. on the Thessalian coast between Sciathus and Magnesia, Hdt. 7.183; off Smyrna, Plin.HN5.119 (pl.). IV a sort of gauntlet or cestus with metal studs or nails like warts (μυρμηκίαι) on it, Poll.3.150. (Cf. βόρμαξ, ὅρμικας, Skt.vamrás, Avest.maoiriš, OIr.moirb, OSlav. mrav[icaron]ji, ONorse maurr, Engl. (pis-)mire, Lat.formica: I.-E. forms perh. momro-, momrīˇ-, memro- 'ant'.)
German (Pape)
[Seite 220] ηκος, ὁ, 1) die Ameise; ὥςτ' ἀήσυροι μύρμηκες, Aesch. Prom. 451; μύρμηκος ἀτραποί, Ar. Th. 100, komisch von seinen, verschlungenen Modulationen; Droysen »Ameisenläufe phantasirt er«. S. μυρμήκια. – 2) γυιοτόρος, eine Art caestus, Fausthandschuh mit hervorragenden metallenen Buckeln, wie Warzen, μυρμήκια, Christod. ecphr. 225. – 3) ein vierfüßiges, indisches Raubthier aus dem Löwen-od. aus dem Hundegeschlecht, Ael. H. A. 7, 47; vgl. Her. 3, 102. – 4) eine verborgene Klippe im Meere, Lycophr. 878. 890; bes. eine solche unweit der thessalischen Küste zwischen Skiathos u. Magnesia, Her. 7, 183. – Vgl. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
μύρμηξ: -ηκος, ὁ, πρῶτον ἐν Ἡσιόδ. Ἀποσπ. 22. 5., 37. 4 (πρβλ. μύρμος)· ὁ πτερωτὸς ἄρρην ἐκαλεῖτο νύμφη· - περὶ τῆς φράσεως μύρμηκος ἀτραποί, ἰδὲ ἐν λέξ. μυρμηκιά. ΙΙ. ζῷόν τι ἁρπακτικὸν ἐν τῇ Ἰνδικῇ, πιθ. ἐκ τῶν λεοντοειδῶν, (πρβλ. μυρμηκολέων), Ἡρόδ. 3. 102· οἱ χρυσώρυχοι μ. Στράβ. 70· λέουσι τοῖς καλουμένοις μύρμηξιν ὁ αὐτ. 774, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 4. ΙΙΙ. βράχος κεκρυμμένος ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὕφαλος (πρβλ. χοιράς), Λυκόφρ. 878: μάλιστα ἐπὶ τῆς Θεσσαλικῆς ἀκτῆς τῆς μεταξὺ Σκιάθου καὶ Μαγνησίας, Ἡρόδ. 7. 183. ΙV. εἶδός τι χειροκτίου πρὸς πυγμαχίαν cestus, ἔχοντος ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας μετάλλινα καρφία σχηματίζοντα μυρμηκιὰν οὕτως εἰπεῖν, Χριστοδ. Ἔκφρ. 224, πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 150. (Ρίζα τις ὁμοιάζουσα πρὸς τὸ mur ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ζενδ. λέξει maoir-i, Ἀρχ. Σκανδ. maurr, Χυδ. Γερμ. mier-e (pis-mire, Σλαυικ. mrav-ij· εἶναι δύσκολον νὰ μὴ πιστεύῃ τις τὴν ταυτότητα τοῦ Λατ. formīc-a μετὰ τοῦ Ἑλλ. μύρμηκος, ἂν καὶ ἡ ἐναλλαγὴ τῶν γραμμάτων f καὶ μ παρουσιάζει δυσκολίας).
French (Bailly abrégé)
ηκος (ὁ) :
1 fourmi, insecte;
2 sorte de quadrupède de l’Inde.
Étymologie: cf. lat. formica.
Greek Monolingual
μύρμηξ, ὁ (ΑΜ, Α δωρ. τ. μύρμαξ)
βλ. μυρμήγκι.
Greek Monotonic
μύρμηξ: -ηκος, ὁ, Λατ. formica·
I. το μερμήγκι, σε Ησίοδ. κ.λπ.
II. αρπακτικό ζώο της Ινδίας, σε Ηρόδ.