νήϊος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νήϊος]], -ΐη, -ον θηλ. και -ος, αττ. τ. νεῑος, -α, -ον, δωρ. τ. [[νάϊος]], -ΐα, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[πλοίο]] ή που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για την [[κατασκευή]] πλοίου («νήϊα ξύλα», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νήϊα</i><br />[[κουπιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νηός]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[γάιος]], [[δάιος]]). Ο αττ. τ. [[νεῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νεός]] / [[νεώς]].
|mltxt=[[νήϊος]], -ΐη, -ον θηλ. και -ος, αττ. τ. νεῑος, -α, -ον, δωρ. τ. [[νάϊος]], -ΐα, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[πλοίο]] ή που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για την [[κατασκευή]] πλοίου («νήϊα ξύλα», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νήϊα</i><br />[[κουπιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νηός]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[γάιος]], [[δάιος]]). Ο αττ. τ. [[νεῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νεός]] / [[νεώς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νήϊος:''' -η, -ον ([[ναῦς]]), Δωρ. και Τραγ. [[νάϊος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, επίσης, <i>-ος</i>, <i>-ον</i>· αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[πλοίο]]· [[δόρυ]] νήϊον ή <i>νήϊον</i> (μόνο του), [[ξύλο]] κατάλληλο για [[κατασκευή]] πλοίου, σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηϊος Medium diacritics: νήϊος Low diacritics: νήϊος Capitals: ΝΗΪΟΣ
Transliteration A: nḗïos Transliteration B: nēios Transliteration C: niios Beta Code: nhi+os

English (LSJ)

η, ον, Dor. νάϊος, α, ον (as always in Trag., cf. δάϊος, γάϊος), also ος, ον A.Pers.279,336: (ναῦς):—

   A of or for a ship, δόρυ ν. ship-timber, Od.9.384, etc.: without δόρυ, Il.3.62, 13.391; ν. ξύλα Hes.Op.808; ν. δοῦρα A.R.2.79; νήϊα alone, oars, Nic.Th.814; ἄνδρες νάϊοι A.Supp.719; στόλος νάϊος the ship's course, ib.2 (anap.); ναΐοισιν ἐμβολαῖς Id.Pers.ll.cc.; γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας, i.e. the seamen, S.Aj.357 (lyr.); ναΐα ἀπήνη, νάϊον ὄχημα, i.e. a ship, E.Med. 1122, IT409 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 251] auch 2 Endgn, zum Schiffe gehörig; δόρυ νήϊον, ein zum Schiffbau brauchbarer Balken, Schiffsbauholz, Il. 3, 62. 15, 410 Od. 9, 384; auch ohne δόρυ, Il. 13, 391. 16, 487; νήϊα ξύλα, Hes. O. 810; νήϊα, Ruder, Nic. Th. 814; ἄνδρες νήϊοι, Schiffer, Aesch. Suppl. 700; ναΐοισιν ἐμβολαῖς, Pers. 271; στόλον νάϊον, der Zug der Schiffe, Suppl. 2. Vgl. νάϊος u. s. Lob. zu Phryn. 432.

Greek (Liddell-Scott)

νήϊος: -η, -ον, Δωρ. νάϊος, -α, -ον, ὡς ἀείποτε παρὰ Τραγ. (πρβλ. δάϊος, γάϊος) Dind. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719· ὡσαύτως ος, ον Αἰσχύλ. Πέρσ. 279, 336· (ναῦς)· - ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πλοῖον, δόρυ νήϊον, «ξύλον πρὸς κατασκευὴν νηῶν ἐπιτήδειον» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 62, Ὀδ. Ι. 384, κτλ.· ὡσαύτως δόρυ, Ἰλ. Ν. 391· οὕτω, νήϊα ξύλα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 806· ν. δοῦρα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 79· ὡσαύτως ἄνδρες νάϊοι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719· στόλος νάϊος αὐτόθι 2· ναΐοισιν ἐμβολαῖς ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. ἔνθ’ ἀνωτ.· γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνης, δηλ. ναῦται, Σοφ. Αἴ. 356· ναΐα ἀπήνη, νάϊον ὄχημα, πλοῖον, Εὐρ. Μήδ. 1122, Ι. Τ. 410.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 naval, nautique;
2 propre à la construction d’un navire.
Étymologie: ναῦς.

Greek Monolingual

νήϊος, -ΐη, -ον θηλ. και -ος, αττ. τ. νεῑος, -α, -ον, δωρ. τ. νάϊος, -ΐα, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλοίο ή που είναι κατάλληλος για την κατασκευή πλοίου («νήϊα ξύλα», Ησίοδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νήϊα
κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + κατάλ. -ιος (πρβλ. γάιος, δάιος). Ο αττ. τ. νεῖος < ναῦς, νεός / νεώς.

Greek Monotonic

νήϊος: -η, -ον (ναῦς), Δωρ. και Τραγ. νάϊος, , -ον, επίσης, -ος, -ον· αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε πλοίο· δόρυ νήϊον ή νήϊον (μόνο του), ξύλο κατάλληλο για κατασκευή πλοίου, σε Όμηρ.