νεώτατος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(27) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ο (Α [[νεώτατος]], -άτη, -ον)<br />υπερθ. του [[νέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. υπερθ. -<i>ώτατος</i>]. | |mltxt=-ή, -ο (Α [[νεώτατος]], -άτη, -ον)<br />υπερθ. του [[νέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. υπερθ. -<i>ώτατος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεώτατος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">1.</b> υπερθ. του [[νέος]], [[πάρα]] [[πολύ]] [[νέος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[πάρα]] [[πολύ]] [[πρόσφατος]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον, Sup. of νέος.
Greek (Liddell-Scott)
νεώτατος: -η, -ον, ὑπερθετ. τοῦ νέος, Ὅμ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
Sp. de νέος.
Greek Monolingual
-ή, -ο (Α νεώτατος, -άτη, -ον)
υπερθ. του νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + κατάλ. υπερθ. -ώτατος].
Greek Monotonic
νεώτατος: -η, -ον,
1. υπερθ. του νέος, πάρα πολύ νέος, σε Ομήρ. Ιλ.
2. πάρα πολύ πρόσφατος, σε Αριστ.