νωγαλέος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(27)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nogaleos
|Transliteration C=nogaleos
|Beta Code=nwgale/os
|Beta Code=nwgale/os
|Definition=<b class="b3">λαμπρός</b>, Zonar. Adv. -έως Id.
|Definition=[[λαμπρός]], Zonar. Adv. -έως Id.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νωγαλέος]] (Α)<br />([[κατά]] τον Ζωναρ.) «[[λαμπρός]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νωγαλέως</i> (Α)<br />([[κατά]] τον Ζωναρ.) «λαμπρῶς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[γλώσσα]] που παραδίδεται από τον Ζωναρά και η οποία, [[παρά]] την [[ομοιότητα]] στη [[μορφή]], δεν μπορεί να συνδεθεί ανεπιφύλακτα με τη λ. [[νώγαλα]] «ορεκτικά εδέσματα». Πιο πιθανό [[είναι]] ότι πρόκειται για παρεφθαρμένο τ.].
|mltxt=[[νωγαλέος]] (Α)<br />([[κατά]] τον Ζωναρ.) «[[λαμπρός]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νωγαλέως</i> (Α)<br />([[κατά]] τον Ζωναρ.) «λαμπρῶς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[γλώσσα]] που παραδίδεται από τον Ζωναρά και η οποία, [[παρά]] την [[ομοιότητα]] στη [[μορφή]], δεν μπορεί να συνδεθεί ανεπιφύλακτα με τη λ. [[νώγαλα]] «ορεκτικά εδέσματα». Πιο πιθανό [[είναι]] ότι πρόκειται για παρεφθαρμένο τ.].
}}
}}

Revision as of 09:50, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωγᾰλέος Medium diacritics: νωγαλέος Low diacritics: νωγαλέος Capitals: ΝΩΓΑΛΕΟΣ
Transliteration A: nōgaléos Transliteration B: nōgaleos Transliteration C: nogaleos Beta Code: nwgale/os

English (LSJ)

λαμπρός, Zonar. Adv. -έως Id.

Greek Monolingual

νωγαλέος (Α)
(κατά τον Ζωναρ.) «λαμπρός».
επίρρ...
νωγαλέως (Α)
(κατά τον Ζωναρ.) «λαμπρῶς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για γλώσσα που παραδίδεται από τον Ζωναρά και η οποία, παρά την ομοιότητα στη μορφή, δεν μπορεί να συνδεθεί ανεπιφύλακτα με τη λ. νώγαλα «ορεκτικά εδέσματα». Πιο πιθανό είναι ότι πρόκειται για παρεφθαρμένο τ.].