ὀροθύνω: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(29) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀροθύνω]] (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[κινώ]], [[εγείρω]], [[διεγείρω]], [[εξεγείρω]]<br /><b>2.</b> [[προτρέπω]], [[παρακινώ]], [[παρορμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. <i>οροθέω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρέθω]] «[[ερεθίζω]]»), [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ύνω</i>. Η [[άποψη]] ότι προέρχεται από έναν συνδυασμό του θ. <i>ορ</i>- <i>του [[ὄρνυμι]] «[[εγείρω]]» και του ρήματος [[θύνω]] «[[ορμώ]]» θεωρείται [[μάλλον]] παρετυμολογική]. | |mltxt=[[ὀροθύνω]] (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[κινώ]], [[εγείρω]], [[διεγείρω]], [[εξεγείρω]]<br /><b>2.</b> [[προτρέπω]], [[παρακινώ]], [[παρορμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. <i>οροθέω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρέθω]] «[[ερεθίζω]]»), [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ύνω</i>. Η [[άποψη]] ότι προέρχεται από έναν συνδυασμό του θ. <i>ορ</i>- <i>του [[ὄρνυμι]] «[[εγείρω]]» και του ρήματος [[θύνω]] «[[ορμώ]]» θεωρείται [[μάλλον]] παρετυμολογική]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀροθύνω:''' ([[ὄρνυμι]], [[ὀρίνω]]), [[κυρίως]] στον Επικ. παρατ. <i>ὀρόθῡνον</i>· αόρ. αʹ <i>ὠρόθυνα</i>, προστ. <i>ὀρόθυνον</i>, [[ανακινώ]], [[διεγείρω]], [[παροτρύνω]], [[εξερεθίζω]], σε Όμηρ., Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 30 December 2018
English (LSJ)
used by Hom. once in pres., Od.18.407, but chiefly in Ep. impf. 3sg. ὀρόθῡνε (ν), Il.13.351, al.: aor. 1
A ὠρόθυνα Lyc.693 ; imper. ὀρόθυνον Il.21.312 :—stir up, rouse, urge on, mostly of persons, Il.13.351, etc.; also of things, πάντας δ' ὀρόθυνον ἐναύλους 21.312 ; πάσας δ' ὀρόθυνεν ἀέλλας Od.5.292 : c. inf., urge one to do, A.R.1.522, 1275.— Ep. word, used in Pass. by A., στάσις τ' ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο Pr. 202 ; and Herm. restores ὀροθύνεις (for ὀρθεῖς or ὀρθοῖς) in E.Ba. 1168 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 385] = ὄρνυμι, aufregen, anreizen; von Menschen, die Einer in Bewegung setzt, Il. 10, 332. 15, 572 u. öfter; πάσας δ' ὀρόθυνεν ἀέλλας Od. 5, 292, ἐναύλους Il. 21, 312; im med., Aesch. στάσις τ' ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο, erhob sich, Prom. 200.
Greek (Liddell-Scott)
ὀροθύνω: [ῠ], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μάλιστα ἐν τῷ Ἐπικ. παρατ. ὀρόθῡνον: ἀόρ. ὠρόθυνα Λυκόφρων 693: προστ. ὀρόθυνον Ἰλ. Φ. 312· - ὡς τὸ ὄρνυμι, ὀρίνω, ἀναταράττω, διεγείρω, ἐξεγείρω, παρορμῶ, προτρέπω, τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, πάντας δ’ ὀρόθυνεν ἐναύλους Φ. 312· πάσας δ’ ὀρόθυνεν ἀέλλας Ὀδ. Ε. 292· μετ’ αἰτιατ., παρακινῶ τινα νὰ πράξῃ τι, παροτρύνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 522, 1275. - Ἐπικ. λέξις ἐν χρήσει ἐν τῷ παθ. παρ’ Αἰσχύλ., στάσις δ’ ἐπ’ ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο Πρ. 200: ὁ δὲ Ἕρμανν. διορθοῖ ὀροθύνεις (ἀντὶ ὀρθεῖς ἢ ὀρθοῖς) ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1169.
French (Bailly abrégé)
f. ὀροθυνῶ, ao. ὠρόθυνα, pf. inus.
Pass. seul. impf. ὠροθυνόμην;
exciter, pousser, mettre en mouvement, acc. ; Pass. s’élever, se produire.
Étymologie: ὄρνυμι.
English (Autenrieth)
aor. imp. ὀρόθῦνον=ὄρνῦμι, ἐναύλους, ‘cause all the river-beds to swell,’ Il. 21.312.
Greek Monolingual
ὀροθύνω (ΑΜ)
1. κινώ, εγείρω, διεγείρω, εξεγείρω
2. προτρέπω, παρακινώ, παρορμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. οροθέω (< ἐρέθω «ερεθίζω»), κατά τα ρ. σε -ύνω. Η άποψη ότι προέρχεται από έναν συνδυασμό του θ. ορ- του ὄρνυμι «εγείρω» και του ρήματος θύνω «ορμώ» θεωρείται μάλλον παρετυμολογική].
Greek Monotonic
ὀροθύνω: (ὄρνυμι, ὀρίνω), κυρίως στον Επικ. παρατ. ὀρόθῡνον· αόρ. αʹ ὠρόθυνα, προστ. ὀρόθυνον, ανακινώ, διεγείρω, παροτρύνω, εξερεθίζω, σε Όμηρ., Αισχύλ.