πάντοτε: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(30)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και πάντοτες / [[πάντοτε]], Μ και [[πάμποτε]], ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> σε [[κάθε]] [[στιγμή]], [[συνεχώς]], αδιαλείπτως («[[πάντοτε]] δὸς ἡμῑν τὸν ἄρτον τοῡτον», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />σε οποιαδήποτε [[περίσταση]], σε οποιαδήποτε [[στιγμή]] («θα [[είμαι]] [[πάντοτε]] στη [[διάθεση]] σας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πᾶς</i>, <i>παντός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τε</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ότε</i>, <i>πό</i>-<i>τε</i>)].
|mltxt=και πάντοτες / [[πάντοτε]], Μ και [[πάμποτε]], ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> σε [[κάθε]] [[στιγμή]], [[συνεχώς]], αδιαλείπτως («[[πάντοτε]] δὸς ἡμῑν τὸν ἄρτον τοῡτον», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />σε οποιαδήποτε [[περίσταση]], σε οποιαδήποτε [[στιγμή]] («θα [[είμαι]] [[πάντοτε]] στη [[διάθεση]] σας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πᾶς</i>, <i>παντός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τε</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ότε</i>, <i>πό</i>-<i>τε</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάντοτε:''' ([[πᾶς]]), επίρρ., όλες τις φορές, πάντα, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 20:15, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάντοτε Medium diacritics: πάντοτε Low diacritics: πάντοτε Capitals: ΠΑΝΤΟΤΕ
Transliteration A: pántote Transliteration B: pantote Transliteration C: pantote Beta Code: pa/ntote

English (LSJ)

Adv.

   A always, Philem.187, Arist.EN1166a28, Men.Mon. 324, 720; twice in LXX, Wi.11.21, 19.18, cf. BGU1123.8 (i B. C.), Ev.Matt.26.11, al., IG3.1362, 7.2713, D.Chr.32.37, etc.: condemned by the Atticists, who recommend διαπαντός or ἑκάστοτε, Phryn.82, Moer.p.319 P.

German (Pape)

[Seite 465] zu aller Zeit, immer (πότε), Sp., wie S. Emp. adv. rhett. 58, von den Atticisten verworfen, s. Phryn. 103 u. Beispiele bei Sturz dial. maced. p. 188.

Greek (Liddell-Scott)

πάντοτε: ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, ἀεί, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 84, Μενανδρ. ἐν Μονοστίχ. 324, 720, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 2, 4, καὶ σύνηθες παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Διον. Ἁλ., Κ. Δ., κτλ.· ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων, οἵτινες συνιστῶσι τὸ διαπαντὸς ἢ ἑκάστοτε, Φρύνιχ. 103, Μοῖρ. 319, Θωμᾶς Μάγιστρ. 678.

French (Bailly abrégé)

adv.
en tout temps, toujours.
Étymologie: πᾶν, τότε.

English (Strong)

from πᾶς and ὅτε; every when, i.e. at all times: alway(-s), ever(-more).

English (Thayer)

(πᾶς), adverb (for which the Atticists tell us that the better Greek writings used ἑκάστοτε; cf. Sturz, De dial. Maced. et Alex., p. 187f; (Winer s Grammar, 26 (25))), at all times, always, ever: st); L marginal reading); Josephus, Dionysius, Halicarnassus, Plutarch, Herodian, 3,9, 13 (7 edition, Bekker)); Artemidorus Daldianus, oneir. 4,20; Athen., (Diogenes Laërtius)

Greek Monolingual

και πάντοτες / πάντοτε, Μ και πάμποτε, ΝΜΑ
επίρρ. σε κάθε στιγμή, συνεχώς, αδιαλείπτως («πάντοτε δὸς ἡμῑν τὸν ἄρτον τοῡτον», ΚΔ)
νεοελλ.
σε οποιαδήποτε περίσταση, σε οποιαδήποτε στιγμή («θα είμαι πάντοτε στη διάθεση σας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + -τε (πρβλ. ότε, πό-τε)].

Greek Monotonic

πάντοτε: (πᾶς), επίρρ., όλες τις φορές, πάντα, σε Καινή Διαθήκη