παράπτωσις: Difference between revisions
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ώσεως, ἡ, ΜΑ [[παραπίπτω]]<br />γραμματικό [[λάθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να πέφτει [[κάποιος]] ή [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] ή να βρίσκεται [[κοντά]] σε κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[παρεκτροπή]] από τον ίσιο δρόμο, [[παράβαση]]<br /><b>3.</b> [[καταδίωξη]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ τοῡ τόπου [[παράπτωσις]]» — [[θέση]] κάποιου τόπου [[μακριά]] από τον δρόμο<br />β) «κατὰ τὴν παράπτωσιν» — [[κατά]] την [[διάρκεια]]. | |mltxt=-ώσεως, ἡ, ΜΑ [[παραπίπτω]]<br />γραμματικό [[λάθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να πέφτει [[κάποιος]] ή [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] ή να βρίσκεται [[κοντά]] σε κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[παρεκτροπή]] από τον ίσιο δρόμο, [[παράβαση]]<br /><b>3.</b> [[καταδίωξη]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ τοῡ τόπου [[παράπτωσις]]» — [[θέση]] κάποιου τόπου [[μακριά]] από τον δρόμο<br />β) «κατὰ τὴν παράπτωσιν» — [[κατά]] την [[διάρκεια]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παράπτωσις:''' ἡ ([[παραπίπτω]]), [[πτώση]] από τα πλάγια, <i>κατὰ τὴν παράπτωσίν τινος</i>, κατά τη [[διάρκεια]] ή την [[εξέλιξη]] μιας ενέργειας, σε Πολύβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A falling beside, lying side by side, Arist.GA718a28. II falling from the right way, π. τοῦ καθήκοντος Plb.15.23.5 : abs., = παράπτωμα 1, Id.16.20.5, LXX Je.22.21, Phld.Lib.p.17 O.; grammatical mistake, S.E.M.1.210. III ἡ τοῦ τόπου π. the situation of a place off the road, Plb.4.32.5. IV κατὰ <τὴν> τοῦ διώγματος π. in the course of... Id.11.17.3 ; κατὰ τὴν ἐπὶ τοὺς κελτοὺς π. as they were pursuing, Id.3.115.11.
German (Pape)
[Seite 496] ἡ, das Danebenfallen, das Abkommen vom rechten Wege, Irrthum, Fehltritt, Pol. 16, 20, 5; εἰς τοιαύτην ἄγνοιαν καὶ παράπτωσιν τοῦ καθήκοντος ἧκεν, 15, 23, 5, Abirrung von der Pflicht; Sext. Emp. adv. gramm. 210, u. a. Sp.; τοῦ τόπου, Lage des Ortes neben dem Wege, Pol. 4, 32, 5. – Verfolgung, Pol. 3, 115, 11.
Greek (Liddell-Scott)
παράπτωσις: ἡ, τὸ πίπτειν πλησίον, τὸ κεῖσθαι παρ’ ἀλλήλοις, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 2. ΙΙ.τὸ ἐκπίπτειν ἐκ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, παράβασις, π. τοῦ καθήκοντος Πολύβ. 15. 23, 5· ἀπολ., = παράπτωμα, ὁ αὐτ. 16. 20, 5. ΙΙΙ. ἡ π. τοῦ τόπου, ἡ θέσις τόπου τινὸς πόρρω, μακρὰν τῆς ὁδοῦ, ὁ αὐτ. 4.32,5. ΙV.κατὰ τὴν π. τοῦ διώγματος, διαρκοῦντος τοῦ.., ὁ αὐτ. 11. 17, 3· κατὰ τὴν ἐπὶ τοὺς Κελτοὺς π., ὅτε κατεδίωκον τοὺς Κ., ὁ αὐτ. 3. 115, 11.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. action de tomber ou de s’étendre auprès de;
II. action de tomber sur : ἐπί τινα attaque ou poursuite dirigée contre qqn;
III. action de s’écarter du droit chemin, d’où
1 au mor. dérogation, violation;
2 erreur, faute;
3 situation d’un lieu à côté ou hors du chemin.
Étymologie: παραπίπτω.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, ΜΑ παραπίπτω
γραμματικό λάθος
αρχ.
1. το να πέφτει κάποιος ή κάτι κοντά σε κάτι άλλο ή να βρίσκεται κοντά σε κάποιον ή κάτι
2. παρεκτροπή από τον ίσιο δρόμο, παράβαση
3. καταδίωξη
4. φρ. α) «ἡ τοῡ τόπου παράπτωσις» — θέση κάποιου τόπου μακριά από τον δρόμο
β) «κατὰ τὴν παράπτωσιν» — κατά την διάρκεια.
Greek Monotonic
παράπτωσις: ἡ (παραπίπτω), πτώση από τα πλάγια, κατὰ τὴν παράπτωσίν τινος, κατά τη διάρκεια ή την εξέλιξη μιας ενέργειας, σε Πολύβ.