πεπρωμένος: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(31) |
(3b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πεπρωμένος]], -η, -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[γραμμένος]] από τη [[μοίρα]], [[μοιραίος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πεπρωμένο</i>(<i>ν</i>)<br />το ορισμένο από τη [[μοίρα]], το γραφτό, η [[ειμαρμένη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὸ πεπρωμένον φυγεῑν ἀδύνατον» — [[είναι]] αδύνατον να αποφύγει [[κανείς]] ό,τι [[είναι]] καθορισμένο από τη [[μοίρα]] γι' αυτόν<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πεπρωμένα</i><br />(ενν. <i>λαού</i>, <i>έθνους φυλής</i>) επιδιώξεις που έχουν καθοριστεί από [[μοίρα]] ή την προγονική [[παράδοση]] [[καθώς]] και ο [[ρόλος]] τον οποίο καλείται να διαδραματίσει [[ένας]] [[λαός]] ένα [[έθνος]], μία [[φυλή]] στο [[πέρασμα]] τών αιώνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτχ. του παρακμ. [[πέπρωται]] του άχρηστου ενεστ. [[πόρω]]]. | |mltxt=-η, -ο / [[πεπρωμένος]], -η, -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[γραμμένος]] από τη [[μοίρα]], [[μοιραίος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πεπρωμένο</i>(<i>ν</i>)<br />το ορισμένο από τη [[μοίρα]], το γραφτό, η [[ειμαρμένη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὸ πεπρωμένον φυγεῑν ἀδύνατον» — [[είναι]] αδύνατον να αποφύγει [[κανείς]] ό,τι [[είναι]] καθορισμένο από τη [[μοίρα]] γι' αυτόν<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πεπρωμένα</i><br />(ενν. <i>λαού</i>, <i>έθνους φυλής</i>) επιδιώξεις που έχουν καθοριστεί από [[μοίρα]] ή την προγονική [[παράδοση]] [[καθώς]] και ο [[ρόλος]] τον οποίο καλείται να διαδραματίσει [[ένας]] [[λαός]] ένα [[έθνος]], μία [[φυλή]] στο [[πέρασμα]] τών αιώνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτχ. του παρακμ. [[πέπρωται]] του άχρηστου ενεστ. [[πόρω]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πεπρωμένος:''' [part. pf. pass. к [[πορεῖν]] определенный судьбой Hom., Pind., Aesch.: ἡ [[πεπρωμένη]] [[μοῖρα]] Aesch. предрешенная судьба. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:16, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
η, ον :
v. πέπρωται.
English (Autenrieth)
see πορ-.
English (Slater)
πεπρωμένος
1 fated ἦν ὅτι νιν πεπρωμένον ἀμπνεῦσαι καπνόν (O. 8.33) σε πεπρωμένον βασιλἔ ἄμφανεν Κυράνᾳ (P. 4.61) ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον (P. 6.27) ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ, εὖ οἶδ ὅτι χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει (N. 4.43) καὶ τὸ μόρσιμον Διόθεν πεπρωμένον ἔκφερεν (N. 4.61) πεπρωμένον ἦν φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν (I. 8.32) ] π[ε]πρωμέναν πάθαν α[ Πα. 8A. 16. ὅτι Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο κάρυξ fr. 140a. 67 (41). πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν fr. 177a. τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ, οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεπρωμένος, -η, -ον, ΝΑ
1. γραμμένος από τη μοίρα, μοιραίος
2. το ουδ. ως ουσ. το πεπρωμένο(ν)
το ορισμένο από τη μοίρα, το γραφτό, η ειμαρμένη
3. φρ. «τὸ πεπρωμένον φυγεῑν ἀδύνατον» — είναι αδύνατον να αποφύγει κανείς ό,τι είναι καθορισμένο από τη μοίρα γι' αυτόν
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεπρωμένα
(ενν. λαού, έθνους φυλής) επιδιώξεις που έχουν καθοριστεί από μοίρα ή την προγονική παράδοση καθώς και ο ρόλος τον οποίο καλείται να διαδραματίσει ένας λαός ένα έθνος, μία φυλή στο πέρασμα τών αιώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. του παρακμ. πέπρωται του άχρηστου ενεστ. πόρω].
Russian (Dvoretsky)
πεπρωμένος: [part. pf. pass. к πορεῖν определенный судьбой Hom., Pind., Aesch.: ἡ πεπρωμένη μοῖρα Aesch. предрешенная судьба.