προσανάγω: Difference between revisions

From LSJ

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἀνάγω]]<br /><b>1.</b> [[ανυψώνω]] [[κάτι]] [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>προσανάγομαι</i><br />άγομαι, οδηγούμαι [[προς]] τα [[επάνω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «προσανάγειν τῇ γῇ» — προσορμίζομαι εκ νέου.
|mltxt=Α [[ἀνάγω]]<br /><b>1.</b> [[ανυψώνω]] [[κάτι]] [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>προσανάγομαι</i><br />άγομαι, οδηγούμαι [[προς]] τα [[επάνω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «προσανάγειν τῇ γῇ» — προσορμίζομαι εκ νέου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσανάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, φαινομενικά αμτβ., [[προσανάγω]] τῇ γῇ, [[επανέρχομαι]] στη γη, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανάγω Medium diacritics: προσανάγω Low diacritics: προσανάγω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΓΩ
Transliteration A: prosanágō Transliteration B: prosanagō Transliteration C: prosanago Beta Code: prosana/gw

English (LSJ)

[ᾰγ], Dor. ποτ-,

   A carry up to, ἐς φάος ἐκ βυθίας ποτανάγαγον ἰλύος Hymn.Is.161:—Pass., to be drawn up, πρός τι v.l. for προσαγ- in D.H.Comp.14.    2 seemingly intr., come up to, approach, f.l. for προσαγαγοῦσαν in Plu.2.564c; π. τῇ γῇ approached the land, Id.Pyrrh.15.

German (Pape)

[Seite 749] (s. ἄγω), daran in die Höhe führen; D. Hal. de C. V. 14 τῆς γλώσσης ἄνω πρὸς τὸν οὐρανὸν προσαναγομένης, – sc. τὴν ναῦν, landen, Plut. Pyrrh. 15.

Greek (Liddell-Scott)

προσανάγω: ἀνάγω πρὸς τὰ ἄνω, ἀναβιβάζω, ἐς φάος ἐκ βυθίας ποτανάγαγον ἰλύος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 71. ― Παθ., ἄγομαι πρὸς τὰ ἄνω, τῆς γλώσσης προσαναγομένης ἄνω πρὸς τὸν οὐρανόν, δηλ. τὸν οὐρανίσκον, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., ἀνέρχομαι πρός..., πλησιάζω, Πλούτ. 2. 564C· προσανῆγε τῇ γῇ πολυπόνως, ἀνῆγεν ὀπίσω πρὸς τὴν γῆν, ὁ αὐτ. ἐν Πύρρ. 15.

French (Bailly abrégé)

f. προσανάξω, ao.2 προσανήγαγον, etc.
s’approcher de, τινι.
Étymologie: πρός, ἀνάγω.

Greek Monolingual

Α ἀνάγω
1. ανυψώνω κάτι προς κάτι άλλο
2. (αμτβ.) προσεγγίζω, πλησιάζω
3. παθ. προσανάγομαι
άγομαι, οδηγούμαι προς τα επάνω
4. φρ. «προσανάγειν τῇ γῇ» — προσορμίζομαι εκ νέου.

Greek Monotonic

προσανάγω: μέλ. -ξω, φαινομενικά αμτβ., προσανάγω τῇ γῇ, επανέρχομαι στη γη, σε Πλούτ.