πυός: Difference between revisions
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />το πρώτο [[γάλα]] γυναίκας ή ζώου [[μετά]] τον τοκετό, το [[πρωτόγαλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη ετυμολ., η λ. [[πυός]] συνδέεται με τη λ. [[πύον]] (<b>βλ. λ.</b> [[πύθω]]), εφόσον ο τ. αποδίδει την [[ιδιότητα]] του ξινού που χαρακτηρίζει τα σάπια πράγματα (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>śara</i>-«ξινή [[σάλτσα]]» και <i>śaras</i>- «[[κρούστα]] γάλακτος»). Παράλληλα με τον τ. [[πυός]] μαρτυρούνται με την [[ίδια]] σημ. και οι τ. [[πῦαρ]] (<b>πρβλ.</b> [[πῖαρ]], <i>ἔαρ</i>) και [[πύας]] (που έχει προταθεί η [[διόρθωση]] του σε [[πῦαρ]])]. | |mltxt=ὁ, Α<br />το πρώτο [[γάλα]] γυναίκας ή ζώου [[μετά]] τον τοκετό, το [[πρωτόγαλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη ετυμολ., η λ. [[πυός]] συνδέεται με τη λ. [[πύον]] (<b>βλ. λ.</b> [[πύθω]]), εφόσον ο τ. αποδίδει την [[ιδιότητα]] του ξινού που χαρακτηρίζει τα σάπια πράγματα (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>śara</i>-«ξινή [[σάλτσα]]» και <i>śaras</i>- «[[κρούστα]] γάλακτος»). Παράλληλα με τον τ. [[πυός]] μαρτυρούνται με την [[ίδια]] σημ. και οι τ. [[πῦαρ]] (<b>πρβλ.</b> [[πῖαρ]], <i>ἔαρ</i>) και [[πύας]] (που έχει προταθεί η [[διόρθωση]] του σε [[πῦαρ]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πῡός:''' ὁ, το πρώτο [[γάλα]] [[μετά]] τον τοκετό, το πρώτο [[γάλα]] γυναίκας ή ζώου, Λατ. [[colostrum]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A first milk after the birth, whether of women or cattle (beestings), Cratin.142, Pherecr.108.19, Ar.V.710, Pax1150, Fr.318.5, Fr.16 D. [ῡ Ar., but πῠον Emp. (v. supr.); on the accent cf. Hdn. Gr.1.111.]
German (Pape)
[Seite 819] ἡ, = πυρός, v. l. bei Hom. Od. 18, 368.
Greek (Liddell-Scott)
πῡός: ὁ, τὸ πρῶτον γάλα μετὰ τὸν τοκετόν, Λατ. colostrum, colostra, εἴτε γυναικῶν εἴτε ζῴων (τὸ τῶν γυναικῶν καλεῖται πρωτόγαλα ὑπὸ τοῦ Γαληνοῦ)· τὸ τῶν ἀμελγομένων ζῴων μεγάλως ἐτιμᾶτο παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ὡς τροφὴ περιζήτητος, Ἀριστοφ. ἔνθα κατωτ., Κρατῖν. ἐν «’Οδυσσεῦσιν» 4, κτλ.· πρβλ. πῦαρ, πυετία, πυτία, πυριάτη. [Ὁ Δράκων ἔγγραψε πῦος, ἀλλὰ πλημμελῶς, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 710, Εἰρ. 1150, Ἀποσπ. 302, 476· ἀλλ’ οὔτε ὁ τονισμὸς πύος εἶναι δυνατὸς ἐπειδὴ τὸ υ εἶναι μακρόν, Ἀριστοφ. Σφ. 710, Ἀποσπ. 302].
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. πῦος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
το πρώτο γάλα γυναίκας ή ζώου μετά τον τοκετό, το πρωτόγαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη ετυμολ., η λ. πυός συνδέεται με τη λ. πύον (βλ. λ. πύθω), εφόσον ο τ. αποδίδει την ιδιότητα του ξινού που χαρακτηρίζει τα σάπια πράγματα (πρβλ. αρχ. ινδ. śara-«ξινή σάλτσα» και śaras- «κρούστα γάλακτος»). Παράλληλα με τον τ. πυός μαρτυρούνται με την ίδια σημ. και οι τ. πῦαρ (πρβλ. πῖαρ, ἔαρ) και πύας (που έχει προταθεί η διόρθωση του σε πῦαρ)].
Greek Monotonic
πῡός: ὁ, το πρώτο γάλα μετά τον τοκετό, το πρώτο γάλα γυναίκας ή ζώου, Λατ. colostrum, σε Αριστοφ.