τήρηση: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(41)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η /[[τήρησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [<i>τηρῶ</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> το να τηρεί [[κανείς]] [[κάτι]], η [[διαφύλαξη]] με σεβασμό και η μη [[παράβαση]] ενός πράγματος, μιας αρχής, μιας παράδοσης (α. «η [[τήρηση]] τών νόμων» β. «ἡ [[ἀκροβυστία]] [[οὐδέν]] ἐστιν, ἀλλὰ [[τήρησις]] ἐντολῶν θεοῡ», ΚΔ<br />γ. «φυλακὴ... τῶν ἐντολῶν [[τήρησις]] οὖσα αὐτῶν [[ἀβλαβής]]», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[περιφρούρηση]], [[διαφύλαξη]] (α. «η [[τήρηση]] της τάξεως και της πειθαρχείας» β. «ἡ [[σωτηρία]] [[τήρησις]] οὖσα τοῡ εὖ εἴχοντος», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(φιλοσ.-θεολ.) [[παρατήρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιτήρηση]], [[φρούρηση]] («[[ἀφύλακτος]] ἡ [[τήρησις]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διατήρηση]], διασφάλιση, [[εξασφάλιση]] (α. «τιμὴ [[τήρησις]] ἀξιώματος», <b>Πλάτ.</b><br />β. «πλούτου [[τήρηση]]», Φιλάδ.)<br /><b>3.</b> [[επαγρύπνηση]] («εἰ γὰρ ἀφαιρήσομέν τι καὶ βραχὺ τῆς τηρήσεως», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κρατητήριο]], [[φυλακή]] («καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει [[δημοσίᾳ]]», ΚΔ).
|mltxt=η /[[τήρησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [<i>τηρῶ</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> το να τηρεί [[κανείς]] [[κάτι]], η [[διαφύλαξη]] με σεβασμό και η μη [[παράβαση]] ενός πράγματος, μιας αρχής, μιας παράδοσης (α. «η [[τήρηση]] τών νόμων» β. «ἡ [[ἀκροβυστία]] [[οὐδέν]] ἐστιν, ἀλλὰ [[τήρησις]] ἐντολῶν θεοῡ», ΚΔ<br />γ. «φυλακὴ... τῶν ἐντολῶν [[τήρησις]] οὖσα αὐτῶν [[ἀβλαβής]]», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[περιφρούρηση]], [[διαφύλαξη]] (α. «η [[τήρηση]] της τάξεως και της πειθαρχείας» β. «ἡ [[σωτηρία]] [[τήρησις]] οὖσα τοῦ εὖ εἴχοντος», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(φιλοσ.-θεολ.) [[παρατήρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιτήρηση]], [[φρούρηση]] («[[ἀφύλακτος]] ἡ [[τήρησις]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διατήρηση]], διασφάλιση, [[εξασφάλιση]] (α. «τιμὴ [[τήρησις]] ἀξιώματος», <b>Πλάτ.</b><br />β. «πλούτου [[τήρηση]]», Φιλάδ.)<br /><b>3.</b> [[επαγρύπνηση]] («εἰ γὰρ ἀφαιρήσομέν τι καὶ βραχὺ τῆς τηρήσεως», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κρατητήριο]], [[φυλακή]] («καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει [[δημοσίᾳ]]», ΚΔ).
}}
}}

Revision as of 18:45, 25 March 2021

Greek Monolingual

η /τήρησις, -ήσεως, ΝΜΑ [τηρῶ (Ι)]
1. το να τηρεί κανείς κάτι, η διαφύλαξη με σεβασμό και η μη παράβαση ενός πράγματος, μιας αρχής, μιας παράδοσης (α. «η τήρηση τών νόμων» β. «ἡ ἀκροβυστία οὐδέν ἐστιν, ἀλλὰ τήρησις ἐντολῶν θεοῡ», ΚΔ
γ. «φυλακὴ... τῶν ἐντολῶν τήρησις οὖσα αὐτῶν ἀβλαβής», Κλήμ. Αλ.)
2. περιφρούρηση, διαφύλαξη (α. «η τήρηση της τάξεως και της πειθαρχείας» β. «ἡ σωτηρία τήρησις οὖσα τοῦ εὖ εἴχοντος», Κλήμ. Αλ.)
μσν.-αρχ.
(φιλοσ.-θεολ.) παρατήρηση
αρχ.
1. επιτήρηση, φρούρησηἀφύλακτοςτήρησις», Ευρ.)
2. διατήρηση, διασφάλιση, εξασφάλιση (α. «τιμὴ τήρησις ἀξιώματος», Πλάτ.
β. «πλούτου τήρηση», Φιλάδ.)
3. επαγρύπνηση («εἰ γὰρ ἀφαιρήσομέν τι καὶ βραχὺ τῆς τηρήσεως», Θουκ.)
4. κρατητήριο, φυλακή («καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ», ΚΔ).