χαλκεομήστωρ: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(46) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[ορός]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[έμπειρος]] στα χάλκινα όπλα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χαλκεομήστορος<br />ἰσχυρόφρονος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκεο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>χαλκ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -[[μήστωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[μήστωρ]] <span style="color: red;"><</span> [[μήδομαι]] «[[σκέπτομαι]], [[συλλογίζομαι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δορι</i>-[[μήστωρ]], <i>θεο</i>-[[μήστωρ]]. | |mltxt=-[[ορός]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[έμπειρος]] στα χάλκινα όπλα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χαλκεομήστορος<br />ἰσχυρόφρονος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκεο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>χαλκ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -[[μήστωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[μήστωρ]] <span style="color: red;"><</span> [[μήδομαι]] «[[σκέπτομαι]], [[συλλογίζομαι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δορι</i>-[[μήστωρ]], <i>θεο</i>-[[μήστωρ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χαλκεομήστωρ:''' -ορος, ὁ, αυτός που έχει [[πείρα]] στα όπλα, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A skilled in arms, χαλκεομήστορος Ἕκτορος, restored by Burges in E.Tr.271 (lyr.) from Hsch. (χαλκεομίστωρ· ἰσχυροφόρος, i. e. χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεομήστωρ: ὁ, πεπειραμένος εἰς τὰ ὅπλα, χαλκεομήστορος Ἕκτορος, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Burges ἐν Εὐρ. Τρῳ. 271, ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (παρ’ ᾧ φέρεται «χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος»)· τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι χακλεομίτορος· ― πρβλ. δοριμήστωρ ἐντεσιμήστωρ.
French (Bailly abrégé)
οροσ (ὁ) :
à la volonté d’airain.
Étymologie: χαλκός, μήδομαι.
Greek Monolingual
-ορός, ὁ, Α
1. ο έμπειρος στα χάλκινα όπλα
2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκεομήστορος
ἰσχυρόφρονος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -μήστωρ (< μήστωρ < μήδομαι «σκέπτομαι, συλλογίζομαι»), πρβλ. δορι-μήστωρ, θεο-μήστωρ.
Greek Monotonic
χαλκεομήστωρ: -ορος, ὁ, αυτός που έχει πείρα στα όπλα, σε Ευρ.