χραύω: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
(46) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[αγγίζω]] [[ελαφρά]]<br /><b>2.</b> [[τραυματίζω]] [[ελαφρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δυσερμήνευτος ρηματ. τ., ο [[οποίος]] απαντά μόνο σύνθ. (<b>πρβλ.</b> πρτ. <i>ἐν</i>-<i>έχρανε</i>), [[καθώς]] και σε ορισμένους τ. μτχ. (<b>πρβλ.</b> <i>χραυόμενον</i> / <i>χραυζόμενον</i>) και αορ. (<b>πρβλ.</b> τους τ. του <b>Ησύχ.</b> <i>ἔχραυσεν</i><br /><i>ἐπέτυχεν</i> και <i>χραῦσαι</i><br /><i>καταξῦσαι</i>, <i>χρᾶναι</i>, <i>σκιάσαι</i>, <i>γράψαι</i>, <i>ἐπιτυχεῖν</i>) και ο [[οποίος]] εμφανίζει τις σημ. «[[συναντώ]], [[αγγίζω]], [[γειτονεύω]], βρίσκομαι σε [[επαφή]]», σημ. οι οποίες έχουν προέλθει από τη γενική [[έννοια]] της [[επαφής]], από όπου μπορεί να δικαιολογηθεί και η σημ. «[[αγγίζω]], [[τραυματίζω]] [[ελαφρά]]» ενός επικού τ. αορ. <i>ἔχραον</i>, <i>χραεῖν</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>χρῶ</i>, -<i>άω</i> [Ι]), ο [[οποίος]] συνδέεται από πολλούς μελετητές με το ρ. [[χραύω]]. Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, οι τ. [[χραύω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χραFω</i>) και <i>χραεῖν</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χραFειν</i>) μπορούν να συνδεθούν με τα λατ. (<i>in</i>)-<i>gruo</i> «επιτίθεμαι» και (<i>con</i>)-<i>gruo</i> «[[συναντώ]]» και με τα λιθουαν. <i>griauju</i>, <i>griauti</i> «[[συντρίβω]], [[βροντώ]]», <i>griųvu</i>, <i>gri</i><i>ū</i><i>ti</i> «[[καταρρέω]]» και να αναχθούν σε μια [[ρίζα]] <i>ghr</i><i>ē</i><i>u</i>- «[[τρίβω]] με [[δύναμη]], [[θρυμματίζω]]», [[παρά]] το δυσερμήνευτο -<i>α</i>- που εμφανίζουν (<b>πρβλ.</b> [[θραύω]]). Οι τ. [[χραύω]], <i>χραεῖν</i>, αν δεχτεί [[κανείς]] ότι αυτοί συνδέονται [[μεταξύ]] τους, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] [[είναι]] συγγενείς και με τους τ. [[χραίνω]] (για τη [[σχέση]] του τ. [[χραύω]], σχηματισμένου από θ. επεκτεταμένο με -<i>ν</i>-, και του [[χραίνω]], <b>πρβλ.</b> το [[ζεύγος]] <i>ξύω</i>: [[ξαίνω]]) και [[χρίω]] (για το [[ζεύγος]] [[χραύω]]: [[χρίω]], <b>πρβλ.</b> <i>χναυω</i>: [[χνίω]]). Εξάλλου, έχει προταθεί η [[αναγωγή]] τών τ. αυτών σε μια γενική [[μορφή]] ρίζας <i>gher</i>- «[[τρίβω]] με [[δύναμη]]», από την οποία προήλθαν οι μορφές: <i>ghreu</i>- του [[χραύω]] (με [[επέκταση]] -<i>F</i>-) και <i>ghrei</i>- του [[χρίω]] (με [[επέκταση]] -<i>i</i>-), [[άποψη]], όμως, που παραμένει υποθετική και ανεπιβεβαίωτη. Τέλος, έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι ο αόρ. <i>χραεῖν</i> ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>ghreu</i>- «[[ορμώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], γκρεμίζομαι», [[χωρίς]] να [[είναι]] δυνατόν να εξακριβωθεί αν αυτή συνδέεται ή όχι με τη [[ρίζα]] <i>ghreu</i>- του [[χραύω]]]. | |mltxt=ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[αγγίζω]] [[ελαφρά]]<br /><b>2.</b> [[τραυματίζω]] [[ελαφρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δυσερμήνευτος ρηματ. τ., ο [[οποίος]] απαντά μόνο σύνθ. (<b>πρβλ.</b> πρτ. <i>ἐν</i>-<i>έχρανε</i>), [[καθώς]] και σε ορισμένους τ. μτχ. (<b>πρβλ.</b> <i>χραυόμενον</i> / <i>χραυζόμενον</i>) και αορ. (<b>πρβλ.</b> τους τ. του <b>Ησύχ.</b> <i>ἔχραυσεν</i><br /><i>ἐπέτυχεν</i> και <i>χραῦσαι</i><br /><i>καταξῦσαι</i>, <i>χρᾶναι</i>, <i>σκιάσαι</i>, <i>γράψαι</i>, <i>ἐπιτυχεῖν</i>) και ο [[οποίος]] εμφανίζει τις σημ. «[[συναντώ]], [[αγγίζω]], [[γειτονεύω]], βρίσκομαι σε [[επαφή]]», σημ. οι οποίες έχουν προέλθει από τη γενική [[έννοια]] της [[επαφής]], από όπου μπορεί να δικαιολογηθεί και η σημ. «[[αγγίζω]], [[τραυματίζω]] [[ελαφρά]]» ενός επικού τ. αορ. <i>ἔχραον</i>, <i>χραεῖν</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>χρῶ</i>, -<i>άω</i> [Ι]), ο [[οποίος]] συνδέεται από πολλούς μελετητές με το ρ. [[χραύω]]. Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, οι τ. [[χραύω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χραFω</i>) και <i>χραεῖν</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χραFειν</i>) μπορούν να συνδεθούν με τα λατ. (<i>in</i>)-<i>gruo</i> «επιτίθεμαι» και (<i>con</i>)-<i>gruo</i> «[[συναντώ]]» και με τα λιθουαν. <i>griauju</i>, <i>griauti</i> «[[συντρίβω]], [[βροντώ]]», <i>griųvu</i>, <i>gri</i><i>ū</i><i>ti</i> «[[καταρρέω]]» και να αναχθούν σε μια [[ρίζα]] <i>ghr</i><i>ē</i><i>u</i>- «[[τρίβω]] με [[δύναμη]], [[θρυμματίζω]]», [[παρά]] το δυσερμήνευτο -<i>α</i>- που εμφανίζουν (<b>πρβλ.</b> [[θραύω]]). Οι τ. [[χραύω]], <i>χραεῖν</i>, αν δεχτεί [[κανείς]] ότι αυτοί συνδέονται [[μεταξύ]] τους, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] [[είναι]] συγγενείς και με τους τ. [[χραίνω]] (για τη [[σχέση]] του τ. [[χραύω]], σχηματισμένου από θ. επεκτεταμένο με -<i>ν</i>-, και του [[χραίνω]], <b>πρβλ.</b> το [[ζεύγος]] <i>ξύω</i>: [[ξαίνω]]) και [[χρίω]] (για το [[ζεύγος]] [[χραύω]]: [[χρίω]], <b>πρβλ.</b> <i>χναυω</i>: [[χνίω]]). Εξάλλου, έχει προταθεί η [[αναγωγή]] τών τ. αυτών σε μια γενική [[μορφή]] ρίζας <i>gher</i>- «[[τρίβω]] με [[δύναμη]]», από την οποία προήλθαν οι μορφές: <i>ghreu</i>- του [[χραύω]] (με [[επέκταση]] -<i>F</i>-) και <i>ghrei</i>- του [[χρίω]] (με [[επέκταση]] -<i>i</i>-), [[άποψη]], όμως, που παραμένει υποθετική και ανεπιβεβαίωτη. Τέλος, έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι ο αόρ. <i>χραεῖν</i> ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>ghreu</i>- «[[ορμώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], γκρεμίζομαι», [[χωρίς]] να [[είναι]] δυνατόν να εξακριβωθεί αν αυτή συνδέεται ή όχι με τη [[ρίζα]] <i>ghreu</i>- του [[χραύω]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χραύω:''' (только 3 л. sing. aor. conjct. χραύσῃ) слегка ранить, задевать (λέοντα Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 31 December 2018
English (LSJ)
(this pres. implied by impf. ἐνέχραυε,
A v. ἐγχραύω), scrape, graze, wound slightly, ὅν ῥά τε ποιμὴν . . χραύσῃ Il.5.138; ἵνα χραύσαντα δαΐξῃ Q.S.11.76; ἔχραυσεν, glossed by ἐπέτυχεν, Hsch. II Med. c. gen., of lands, touch, be adjacent to, χραυόμενον Inscr.Cypr.135.9 H.; also χραυζόμενον ib. 18.
German (Pape)
[Seite 1368] äol. statt χράω, leicht auf der Oberfläche berühren, dah. ritzen, leicht verwunden; Il. 5, 138; ἵνα χραύσαντα δαΐξῃ Qu. Sm. 11, 76.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. sbj. 3ᵉ sg. χραύσῃ;
toucher légèrement à la surface, blesser légèrement.
Étymologie: éol. c. χράω.
English (Autenrieth)
aor. subj. χραύσῃ: scratch, graze, wound slightly, Il. 5.138†.
Greek Monolingual
ΜΑ
(ποιητ. τ.)
1. αγγίζω ελαφρά
2. τραυματίζω ελαφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος ρηματ. τ., ο οποίος απαντά μόνο σύνθ. (πρβλ. πρτ. ἐν-έχρανε), καθώς και σε ορισμένους τ. μτχ. (πρβλ. χραυόμενον / χραυζόμενον) και αορ. (πρβλ. τους τ. του Ησύχ. ἔχραυσεν
ἐπέτυχεν και χραῦσαι
καταξῦσαι, χρᾶναι, σκιάσαι, γράψαι, ἐπιτυχεῖν) και ο οποίος εμφανίζει τις σημ. «συναντώ, αγγίζω, γειτονεύω, βρίσκομαι σε επαφή», σημ. οι οποίες έχουν προέλθει από τη γενική έννοια της επαφής, από όπου μπορεί να δικαιολογηθεί και η σημ. «αγγίζω, τραυματίζω ελαφρά» ενός επικού τ. αορ. ἔχραον, χραεῖν (βλ. λ. χρῶ, -άω [Ι]), ο οποίος συνδέεται από πολλούς μελετητές με το ρ. χραύω. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, οι τ. χραύω (< χραFω) και χραεῖν (< χραFειν) μπορούν να συνδεθούν με τα λατ. (in)-gruo «επιτίθεμαι» και (con)-gruo «συναντώ» και με τα λιθουαν. griauju, griauti «συντρίβω, βροντώ», griųvu, griūti «καταρρέω» και να αναχθούν σε μια ρίζα ghrēu- «τρίβω με δύναμη, θρυμματίζω», παρά το δυσερμήνευτο -α- που εμφανίζουν (πρβλ. θραύω). Οι τ. χραύω, χραεῖν, αν δεχτεί κανείς ότι αυτοί συνδέονται μεταξύ τους, κατά την επικρατέστερη άποψη είναι συγγενείς και με τους τ. χραίνω (για τη σχέση του τ. χραύω, σχηματισμένου από θ. επεκτεταμένο με -ν-, και του χραίνω, πρβλ. το ζεύγος ξύω: ξαίνω) και χρίω (για το ζεύγος χραύω: χρίω, πρβλ. χναυω: χνίω). Εξάλλου, έχει προταθεί η αναγωγή τών τ. αυτών σε μια γενική μορφή ρίζας gher- «τρίβω με δύναμη», από την οποία προήλθαν οι μορφές: ghreu- του χραύω (με επέκταση -F-) και ghrei- του χρίω (με επέκταση -i-), άποψη, όμως, που παραμένει υποθετική και ανεπιβεβαίωτη. Τέλος, έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι ο αόρ. χραεῖν ανάγεται σε ρίζα ghreu- «ορμώ πάνω σε κάτι, γκρεμίζομαι», χωρίς να είναι δυνατόν να εξακριβωθεί αν αυτή συνδέεται ή όχι με τη ρίζα ghreu- του χραύω].
Russian (Dvoretsky)
χραύω: (только 3 л. sing. aor. conjct. χραύσῃ) слегка ранить, задевать (λέοντα Hom.).