ακράχολος: Difference between revisions

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκράχολος]], -ον και ἀκρόχολος (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που οργίζεται εύκολα, [[οξύθυμος]], [[οργίλος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[άγριος]]<br /><b>3.</b> πολύ [[λυπημένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η ετυμολόγηση της λ. από τον τ. <i>ἀκρᾱτ</i>-<i>χολος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄκρᾱς</i> (=[[άκρατος]]) <span style="color: red;">+</span> -[[χολή]], όπου το α΄ συνθ. θα μπορούσε να θεωρηθεί [[αμάρτυρος]] τ. σχηματισμένος πιθανόν αναλογικά [[προς]] το <i>εὐκρᾱς</i>, -<i>ᾱτος</i> (= [[εύκρατος]]), που θα σήμαινε «τον έχοντα καθαρή, μη αναμεμιγμένη (σε παραπτώματα) [[συνείδηση]]» (πρβλ. θ. <i>κρᾱ</i>-, [[κεράννυμι]], [[ἄκρατος]], [[κρατήρ]]), [[είναι]] προβληματική. Τύπος <i>ἄκρᾱς</i> δεν μαρτυρείται, [[μολονότι]] αντιτείνεται πως υπάρχει στη λ. <i>ἀκρήσπεδος</i> του Ησυχίου: <i>ἀκρήσπεδος</i><br />η αγαθή (ενν. <i>γη</i>). Εξάλλου στη [[σύνθεση]] θα περίμενε [[κανείς]] κανονικά τ. <i>ἀκρᾱτόχολος</i>, με συνθ. [[φωνήεν]] -<i>ο</i>-, [[αντί]] <i>ἀκρᾱτ</i>-<i>χολος</i>. Έτσι [[είναι]] προτιμότερο να δεχθούμε την [[παραγωγή]] της λ. [[ἀκράχολος]] απευθείας από τη φρ. «<i>ἄκρᾱ χολὴ</i>» (&GT; [[ἀκράχολος]], «σύνθετο εκ συναρπαγής»), απ’ όπου αργότερα ο τ. <i>ἀκρόχολος</i> [[κατά]] τα [[πολλά]] [[σύνθετα]] του [[ἄκρος]] (<i>ἀκρο</i>-) με συνθ. [[φωνήεν]] -<i>ο</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκραχολέω]], [[ἀκραχολία]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
|mltxt=[[ἀκράχολος]], -ον και ἀκρόχολος (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που οργίζεται εύκολα, [[οξύθυμος]], [[οργίλος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[άγριος]]<br /><b>3.</b> πολύ [[λυπημένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η ετυμολόγηση της λ. από τον τ. <i>ἀκρᾱτ</i>-<i>χολος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄκρᾱς</i> (=[[άκρατος]]) <span style="color: red;">+</span> -[[χολή]], όπου το α΄ συνθ. θα μπορούσε να θεωρηθεί [[αμάρτυρος]] τ. σχηματισμένος πιθανόν αναλογικά [[προς]] το <i>εὐκρᾱς</i>, -<i>ᾱτος</i> (= [[εύκρατος]]), που θα σήμαινε «τον έχοντα καθαρή, μη αναμεμιγμένη (σε παραπτώματα) [[συνείδηση]]» (πρβλ. θ. <i>κρᾱ</i>-, [[κεράννυμι]], [[ἄκρατος]], [[κρατήρ]]), [[είναι]] προβληματική. Τύπος <i>ἄκρᾱς</i> δεν μαρτυρείται, [[μολονότι]] αντιτείνεται πως υπάρχει στη λ. <i>ἀκρήσπεδος</i> του Ησυχίου: <i>ἀκρήσπεδος</i><br />η αγαθή (ενν. <i>γη</i>). Εξάλλου στη [[σύνθεση]] θα περίμενε [[κανείς]] κανονικά τ. <i>ἀκρᾱτόχολος</i>, με συνθ. [[φωνήεν]] -<i>ο</i>-, [[αντί]] <i>ἀκρᾱτ</i>-<i>χολος</i>. Έτσι [[είναι]] προτιμότερο να δεχθούμε την [[παραγωγή]] της λ. [[ἀκράχολος]] απευθείας από τη φρ. «<i>ἄκρᾱ χολὴ</i>» (> [[ἀκράχολος]], «σύνθετο εκ συναρπαγής»), απ’ όπου αργότερα ο τ. <i>ἀκρόχολος</i> [[κατά]] τα [[πολλά]] [[σύνθετα]] του [[ἄκρος]] (<i>ἀκρο</i>-) με συνθ. [[φωνήεν]] -<i>ο</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκραχολέω]], [[ἀκραχολία]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
}}
}}

Revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

ἀκράχολος, -ον και ἀκρόχολος (Α)
1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος, οργίλος
2. (για ζώα) άγριος
3. πολύ λυπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολόγηση της λ. από τον τ. ἀκρᾱτ-χολος < ἄκρᾱς (=άκρατος) + -χολή, όπου το α΄ συνθ. θα μπορούσε να θεωρηθεί αμάρτυρος τ. σχηματισμένος πιθανόν αναλογικά προς το εὐκρᾱς, -ᾱτος (= εύκρατος), που θα σήμαινε «τον έχοντα καθαρή, μη αναμεμιγμένη (σε παραπτώματα) συνείδηση» (πρβλ. θ. κρᾱ-, κεράννυμι, ἄκρατος, κρατήρ), είναι προβληματική. Τύπος ἄκρᾱς δεν μαρτυρείται, μολονότι αντιτείνεται πως υπάρχει στη λ. ἀκρήσπεδος του Ησυχίου: ἀκρήσπεδος
η αγαθή (ενν. γη). Εξάλλου στη σύνθεση θα περίμενε κανείς κανονικά τ. ἀκρᾱτόχολος, με συνθ. φωνήεν -ο-, αντί ἀκρᾱτ-χολος. Έτσι είναι προτιμότερο να δεχθούμε την παραγωγή της λ. ἀκράχολος απευθείας από τη φρ. «ἄκρᾱ χολὴ» (> ἀκράχολος, «σύνθετο εκ συναρπαγής»), απ’ όπου αργότερα ο τ. ἀκρόχολος κατά τα πολλά σύνθετα του ἄκρος (ἀκρο-) με συνθ. φωνήεν -ο-.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκραχολέω, ἀκραχολία. Βλ. και λήμμα ακ-].