αἶσχος: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἶσχος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[ντροπή]], [[αισχύνη]], [[ατιμία]], σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., αισχρά έργα, άτιμες πράξεις, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> ασχήμια ή [[δυσμορφία]], [[είτε]] του πνεύματος [[είτε]] του σώματος, σε Πλάτ., Ξεν. | |lsmtext='''αἶσχος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[ντροπή]], [[αισχύνη]], [[ατιμία]], σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., αισχρά έργα, άτιμες πράξεις, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> ασχήμια ή [[δυσμορφία]], [[είτε]] του πνεύματος [[είτε]] του σώματος, σε Πλάτ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἶσχος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. стыд, позор Hom., Hes., Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> позорные дела Hom.;<br /><b class="num">3)</b> уродливость, безобразие Xen., Plat., Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:36, 31 December 2018
English (LSJ)
εος, τό,
A shame, disgrace, Hom. (freq. in pl., as Il.3.242), Hes.Op.211, Sol.3, A.Supp.1008, etc. 2 in pl., disgraceful deeds, Od.1.229. II ugliness, deformity, of mind or body, Pl.Smp. 201a, X.Cyr.2.2.29, etc. ; αἶ. περὶ τὴν κάτηξιν Hp.Art.14; αἶ. ὀνόματος Arist.Rh.1405b8.
Greek (Liddell-Scott)
αἶσχος: -εος, τό, αἰσχύνη, ἀτιμία, Ὅμ. (ὁ ὁποῖος πολλάκις ἔχει τὴν λέξ. κατὰ πληθυντ., ὡς ἐν Ἰλ. Γ. 242), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 211., Σόλων 3, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1008, κτλ. 2) κατὰ πληθυντ., αἰσχρά, ἄτιμα ἔργα, Ὀδ. Α. 229. ΙΙ. δυσμορφία, ἀσχημία, εἴτε τοῦ πνεύματος, εἴτε τοῦ σώματος, Πλάτ. Συμπ. 201Α, Ξεν. Κύρ. 2. 2 29, κτλ., αἶσχος περὶ τὴν κάτηξιν, Ἱππ. Ἄρθρ. 790· αἶσχος ὀνόματος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 13
French (Bailly abrégé)
εος, att. ους (τό) :
1 honte, infamie ; τὰ αἴσχη actions honteuses;
2 laideur, difformité, aspect disgracieux.
Étymologie: αἰσχρός.
English (Autenrieth)
εος: (1) ugliness.—(2) disgrace, reproach, outrage; αἶσχος, λώβη τε (Od. 18.225), αἴσχεα καὶ ὀνείδεα (Il. 3.342), αἴσχἐ ἀκούω (Il. 6.524), αἴσχεα πόλλ' ὁρόων (Od. 1.229).
Spanish (DGE)
-εος, τό
I 1crítica, censura αἴσχεα δειδιότες καὶ ὀνείδεα Il.3.242, αἴσχε' ἀκούω Il.6.524, λώβης τε καὶ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευεῖς Il.13.622, σοί κ' αἶσχος καὶ λώβη τε ... πέλοιτο Od.18.225, λώβην τε καὶ αἴσχεα πόλλ' ἀλεείνων Od.19.373, cf. Dionysius 32b.8.
2 vergüenza, acción vergonzosa αἴσχεα πόλλ' ὁρόων Od.1.229
•desgracia τί δ' οὐκ ἐμὸν ἔσσεται αἶσχος; A.R.3.797.
3 vergüenza como sentimiento, mancha resultante οἷ τε κατ' αἶσχος ἔχευε Od.11.433, cf. A.R.4.367, πρὸς αἴσχεσιν ἄλγεα πάσχει Hes.Op.211, αἶσχος ἀπωσόμενοι Sol.2.8, αἴσχη τε Πέρσαις A.Pers.332, μηδ' αἶσχος ἡμῖν ... πράξωμεν A.Supp.1008, αἴσχεα πολλὰ φέρειν Thgn.388, κούρης αἴσχεα ... φεύγων Nonn.D.8.328, cf. Alc.75.5.
II fealdad, deformidad op. κάλλος Pl.Smp.201a, cf. 197b, ἐν τοῖς μέλεσι Chrysipp.Stoic.3.121, c. gen. ψυχῆς Pl.R.444e, ὀνόματος Arist.Rh.1405b8, αἶσχός γε μὴν προσγίνεται περὶ τὴν κάτηξιν τῆς κληῖδος Hp.Art.14, σώματος Pl.Lg.646b, cf. Pl.Sph.228a, Phd.110e, τὸ πρόσωπον τοῦ ἀνδρὸς ὑπερβάλλον αἴσχει X.Cyr.2.2.29, Luc.DDeor.18.2.
• Etimología: Cf. gót. aiwiski ‘vergüenza’ aunque no puede deducirse un prototipo ide. satisfactorio.
Greek Monotonic
αἶσχος: -εος, τό,
I. ντροπή, αισχύνη, ατιμία, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., αισχρά έργα, άτιμες πράξεις, σε Ομήρ. Οδ.
II. ασχήμια ή δυσμορφία, είτε του πνεύματος είτε του σώματος, σε Πλάτ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
αἶσχος: εος τό
1) тж. pl. стыд, позор Hom., Hes., Aesch.;
2) позорные дела Hom.;
3) уродливость, безобразие Xen., Plat., Arst., Plut.