ἀποπομπή: Difference between revisions
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποπομπή:''' ἡ ([[ἀποπέμπω]]), το να στέλνει [[κάποιος]] [[μακριά]] κάποιον ή [[κάτι]]· [[απαλλαγή]] από [[ασθένεια]], [[αποθεραπεία]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀποπομπή:''' ἡ ([[ἀποπέμπω]]), το να στέλνει [[κάποιος]] [[μακριά]] κάποιον ή [[κάτι]]· [[απαλλαγή]] από [[ασθένεια]], [[αποθεραπεία]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποπομπή:''' ἡ отклонение, удаление: ἀποπομπὰς ποιεῖσθαι Isocr. произносить заклинания для отвращения враждебных сил; αἱ ἀποπομπαὶ τῶν πυρετῶν Luc. исцеление лихорадок. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (ἀποπέμπω)
A sending away, LXXLe.16.10. b. valediction, Men.Rh.p.333S. 2 divorce, PSI1.36a16 (i A.D.), etc., Poll.8.31. 3 averting an ill omen, etc., ἀ. ποιεῖσθαι Isoc.5.117; getting rid, πυρετῶν Luc.Philops. 9.
German (Pape)
[Seite 320] ἡ, 1) die Ab-, Entsendung, Entfernung, πυρετῶν Luc. Philops. 9. – 2) Abwendung eines Unglücks, einer bösen Vorbedeutung, Sühne, ἀποπομπὰς ποιεῖσθαι, der bösen Götter, Isocr. 5, 117.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπομπή: ἡ, (ἀποπέμπω) ἀπόπεμψις, «καὶ τὸ ἀποπέμψασθαι γυναῖκα... ἀποπομπή, ... καὶ ἀποπομπῆς δίκη» Πολυδ. Γ΄, 46, ς΄, 153, Η΄, 31. 2) ἡ ἀποτροπὴ τοῦ κακοῦ οἰωνοῦ, κτλ., ἀπ. ποιεῖσθαι Ἰσοκρ. 106Β˙ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἀσθενείας, Λουκ. Φιλοψευδ. 9.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action d’écarter, de repousser ; particul. éloignement d’un mal, action de conjurer un fléau ; ἀποπομπὰς ποιεῖσθαι ISOCR accomplir les cérémonies de préservation.
Étymologie: ἀποπέμπω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
alejamiento, rechazo, conjuro, exorcismo ἀποπομπὰς αὐτῶν ποιεῖσθαι Isoc.5.117, δαιμόνων M.Ant.1.6, πυρετῶν Luc.Philops.9, del macho cabrío, LXX Le.16.10, cf. Iust.Phil.M.6.1596B
•repudio de la mujer en el divorcio PSI 36a.16 (I d.C.), Stud.Pal.20.5.30 (II d.C.)
•despedida como género retórico, Men.Rh.333.
Greek Monolingual
η (Α ἀποπομπή) αποπέμπω
νεοελλ.
απόλυση από υπηρεσία ή αξίωμα
αρχ.
1. αποσόβηση, αποτροπή
2. εξαγνισμός, κάθαρση
3. αποδίωξη της συζύγου.
Greek Monotonic
ἀποπομπή: ἡ (ἀποπέμπω), το να στέλνει κάποιος μακριά κάποιον ή κάτι· απαλλαγή από ασθένεια, αποθεραπεία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπομπή: ἡ отклонение, удаление: ἀποπομπὰς ποιεῖσθαι Isocr. произносить заклинания для отвращения враждебных сил; αἱ ἀποπομπαὶ τῶν πυρετῶν Luc. исцеление лихорадок.