ἔκπυστος: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔκπυστος:''' -ον ([[ἐκπυνθάνομαι]]), [[γνωστός]], [[ξακουστός]], [[περίφημος]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἔκπυστος:''' -ον ([[ἐκπυνθάνομαι]]), [[γνωστός]], [[ξακουστός]], [[περίφημος]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔκπυστος:''' узнанный, дошедший до сведения, известный: πρὶν [[ἔκπυστος]] [[γενέσθαι]] Thuc. прежде, чем стало известно о его прибытии; ἐκπύστου [[τούτου]] γενομένου πρὸς τὸν Μέτελλον Plut. когда весть об этом дошла до Метелла. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A heard of, discovered, πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι Th.3.30, cf. 4.70,8.42, J.AJ19.1.7, Plu.Cam.3, etc.; ἔ. τι ποιεῖν Hdn.2.7.7, cf. 3.12.6.
German (Pape)
[Seite 777] bekannt, ruchbar; ἔκπυστον γίγνεσθαι Thuc. 4, 70; 8, 42 u. Sp.; τινί, Plut. Camill. 3; ἔκπυστον ποιεῖν τινι, bekannt machen, Hdn. 2, 7, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπυστος: -ον, γνωστός, κυρίως ἐπὶ πραγμάτων, σπανίως δὲ ἐπὶ προσώπων, ἐμοὶ δοκεῖ πλεῖν ἡμᾶς ἐπί Μυτιλήνην πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι, πρὶν γείνῃ τι γνωστὸν περὶ ἡμῶν, Θουκ. 3. 30., 4. 70., 8. 42· μὴ ἔκπυστα ποιεῖν τὰ ἄξια κρύπτεσθαι Συνεσ. Ἐπιστ. 143. σ. 279Α, Ἡρωδιαν. 2. 7, 10· - «ἐκπτύστων· φανερῶν ἢ πολλοῖς ἀκουστῶν» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est porté à la connaissance de, connu.
Étymologie: ἐκπυνθάνομαι.
Spanish (DGE)
-ον
gener. en constr. pred.
1 de pers. descubierto πρὶν ἐκπύστους (ἡμᾶς) γενέσθαι Th.3.30, cf. 4.70, 8.42, Charito 1.14.6, I.AI 18.111, Plu.2.324d, D.C.41.44.3.
2 de cosas conocido, desvelado, sacado a la luz τὸ πρᾶγμα ἔκπυστον γίγνεται Aeschin.Ep.10.6, πρὶν ἔκπυστα γενέσθαι Ῥωμαίοις τὰ βουλεύματα D.H.8.12, ἐκπύστου τοῦ ἐπιβουλεύματος γενομένου I.AI 19.44, cf. Paus.5.21.17, Plu.Cam.3, ἔκπυστα τοῖς πολλοῖς τὰ γεγραμμένα γενέσθαι Plu.Num.22, cf. Caes.64, ὡς ἂν ... ἡ φήμη ἔκπυστα καὶ γνώριμα ποιῇ (τὰ ἐκ τῆς Ῥώμης) Hdn.2.7.7, cf. 3.12.6, D.C.47.47.5, Men.Prot.21.49
•divulgado, hecho público, dado a conocer τοὺς ἔκπυστα αὐτοῦ τὰ κρύφια ποιήσαντας Epicur.[1] 5, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἔκπυστος, -ον (Α)
αυτός που έγινε αντιληπτός ή γνωστός.
Greek Monotonic
ἔκπυστος: -ον (ἐκπυνθάνομαι), γνωστός, ξακουστός, περίφημος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἔκπυστος: узнанный, дошедший до сведения, известный: πρὶν ἔκπυστος γενέσθαι Thuc. прежде, чем стало известно о его прибытии; ἐκπύστου τούτου γενομένου πρὸς τὸν Μέτελλον Plut. когда весть об этом дошла до Метелла.