Ὑπερβόρεοι: Difference between revisions
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(6) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ὑπερβόρεοι:''' οἱ ([[Βορέας]]), Υπερβόρειοι, [[φανταστικός]] [[λαός]] του εσχάτου βορρά, που διακρίνονταν για [[ευσέβεια]] και [[ευδαιμονία]], σε Πίνδ., Ηρόδ.· [[τύχη]] [[ὑπερβόρεος]], παροιμ. περισσότερη από την θνητή [[τύχη]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''Ὑπερβόρεοι:''' οἱ ([[Βορέας]]), Υπερβόρειοι, [[φανταστικός]] [[λαός]] του εσχάτου βορρά, που διακρίνονταν για [[ευσέβεια]] και [[ευδαιμονία]], σε Πίνδ., Ηρόδ.· [[τύχη]] [[ὑπερβόρεος]], παροιμ. περισσότερη από την θνητή [[τύχη]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Ὑπερ-βόρεοι, οἱ, [[Βορέας]]<br />the Hyperboreans, an [[imaginary]] [[people]] in the [[extreme]] [[north]], [[distinguished]] for [[piety]] and [[happiness]], Pind., Hdt.;— [[τύχη]] [[ὑπερβόρεος]], [[proverb]]. of [[more]] [[than]] [[mortal]] [[fortune]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 10 January 2019
English (LSJ)
οἱ,
A the Hyperboreans, a people supposed to live in the extreme north, h.Hom.7.29, Pi.P.10.30, Hdt.4.32 sq., Str.15.1.57. 2 Adj., τύχη ὑπερβόρεος, prov. of more than mortal fortune, A.Ch.373 (anap.). (ὑπερβόρειος is a constant v.l. in codd.; but in the poetic passages ὑπερβόρεος is either necessary or at least admissible, as in Cratin.22, and this form is found in IG22.1636.8.)
Greek (Liddell-Scott)
Ὑπερβόρεοι: οἱ, φανταστός τις λαὸς τῶν βορειοτάτων χωρῶν διακρινόμενος ἐπὶ εὐσεβείᾳ καὶ εὐδαιμονίᾳ, Ὕμν. Ὁμ. 6. 29, Πινδ. ΙΙ. 10. 47, Ἡρόδ. 4. 32 κἑξ.· - τύχη ὑπερβόρεος, παροιμία ἐπὶ εὐτυχίας μεγίστης ἢ ἀσυνήθους καὶ ὑπερανθρώπου, Αἰσχύλ. Χο. 373, ἴδε Στράβ. 711, Tzchuck. Pompon. Mel. σ. 123· - ὑπερβόρειος εἶναι ἡ συνεχῶς ἀπαντῶσα ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις γραφή, ἐνίοτε ἄνευ ἑτέρας· ἀλλ’ ἐν ποιητικοῖς χωρίοις ἡ γραφὴ ὑπερβόρεος ἄλλοτε μὲν εἶναι ἀναγκαία διὰ τὸ μέτρον, ἄλλοτε δὲ εἶναι δυνατή, πρβλ. Meineke εἰς Κρατῖνον ἐν «Δηλιάσι» 5. (Περὶ τῆς ἀρχῆς τῆς λέξεως ἴδε ὄρος, τό).
English (Slater)
Ὑπερβόρεοι a people living far to the north ( (O. 3.31) ), favourites of Apollo, from whom Herakles received the olive shoots, whose leaves were the prize at Olympia, v. (O. 3.13) ff., (P. 10.31) ff. δᾶμον Ὑπερβορέων πείσαις Ἀπόλλωνος θεράποντα λόγῳ (sc. Ἡρακλέης) (O. 3.16)
1 ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ἐς Ὑπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν (P. 10.30) μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους (τὰ δὲ ἑκατέρωθεν παρείληφε πέρατα, τὴν σύμπασαν οἰκουμένην θέλων εἰπεῖν Σ.) (I. 6.23) ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ (cf. Paus., 10. 5. 9, of the second Delphic temple of Apollo) (Pae. 8.63) v. also Ἄβαρις, fr. 270.
Greek Monotonic
Ὑπερβόρεοι: οἱ (Βορέας), Υπερβόρειοι, φανταστικός λαός του εσχάτου βορρά, που διακρίνονταν για ευσέβεια και ευδαιμονία, σε Πίνδ., Ηρόδ.· τύχη ὑπερβόρεος, παροιμ. περισσότερη από την θνητή τύχη, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
Ὑπερ-βόρεοι, οἱ, Βορέας
the Hyperboreans, an imaginary people in the extreme north, distinguished for piety and happiness, Pind., Hdt.;— τύχη ὑπερβόρεος, proverb. of more than mortal fortune, Aesch.