εὔχαρις: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔχᾰρις:''' ουδ. [[εὔχαρι]], γεν. <i>-ιτος</i>· [[ευχάριστος]], [[χαριτωμένος]], [[θελκτικός]], [[ελκυστικός]], [[σαγηνευτικός]], [[συναρπαστικός]], [[κομψός]], [[δημοφιλής]], σε Ευρ., Πλάτ.· τὸ [[εὔχαρι]], [[δημοτικότητα]], [[αβροφροσύνη]], λεπτοί τρόποι, κομψή [[συμπεριφορά]], σε Ξεν.
|lsmtext='''εὔχᾰρις:''' ουδ. [[εὔχαρι]], γεν. <i>-ιτος</i>· [[ευχάριστος]], [[χαριτωμένος]], [[θελκτικός]], [[ελκυστικός]], [[σαγηνευτικός]], [[συναρπαστικός]], [[κομψός]], [[δημοφιλής]], σε Ευρ., Πλάτ.· τὸ [[εὔχαρι]], [[δημοτικότητα]], [[αβροφροσύνη]], λεπτοί τρόποι, κομψή [[συμπεριφορά]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔχᾰρις:''' ι, gen. ιτος τό<br /><b class="num">1)</b> любезный, обходительный, приветливый, обаятельный ([[ἀστεῖος]] καὶ εὔ. Xen.; ὁ [[λόγος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> прелестный, очаровательный ([[ὀρνίθιον]], [[τόπος]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> благосклонный, милостивый ([[Ἀφροδίτη]] Eur.): ἐν τῷ [[διδόναι]] εὔ. Plut. щедрый.
}}
}}

Revision as of 12:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχαρις Medium diacritics: εὔχαρις Low diacritics: εύχαρις Capitals: ΕΥΧΑΡΙΣ
Transliteration A: eúcharis Transliteration B: eucharis Transliteration C: eycharis Beta Code: eu)/xaris

English (LSJ)

neut. εὔχαρι, gen. ιτος,

   A charming, gracious, esp. in society, Democr. 104, Pl.R.486d, 487a, X.Cyr.7.4.1; ἀστεῖοι καὶ εὐ. ib.2.2.12; εὔ. κατὰ τὰς ἐντεύξεις, ἐν ταῖς ὁμιλίαις, Plb.22.21.3, 23.5.7; τὸ εὔ. urbanity, X.Ages.8.1, 11.11, M.Ant.1.16.5; of Aphrodite, gracious, E.Heracl.894 (lyr.), Med.631 (lyr.); of animals, Arist.HA592b24: Comp. -τώτερος Plot.3.6.6: Sup. -τώτατος, ἐς τὸν δῆμον App.BC2.26.    II of places, pleasant, Arist.Pol. 1331a36.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχᾰρις: οὐδ. εὔχαρι, γεν ιτος· - εὐχάριστος, θελκτικός, εὐάρεστος, πλήρης χάριτος, ἐπίχαρις, δημοτικός, Λατ. gratiosus, urbanus, ἰδίως ἐν ταῖς συναναστοφαῖς, Πλάτ. Πολ. 486AD, 487Α· Ξεν.· ἀστεῖος καὶ εὔχαρις Ξεν. Κύρ. 2. 2. 12· εὔχ. κατὰ τὰς ἐντεύξεις, ἐν ταῖς ὁμιλίαις Πολύβ. 22. 21, 3., 24, 5, 7· τὸ εὔχαρι, εὔχαρις καὶ φιλόφρων τρόπος, εὐπροσηγορία, Ξεν. Ἀγησ. 8, 1., 11. 11: - ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Εὐρ. Ἡρακλ. 894, πρβλ. Μήδ. 632. - ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 5: - Ὑπερθ. εὐχαριτώτατος Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 26· τὸ ἐν Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 402, εὐχαρίστατα, ἴσως διορθωτέον εἰς -ότατα, ἐκ τοῦ εὐχάριστος. ΙΙ. ἐπὶ τόπων, εὐάρεστος, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 4.

French (Bailly abrégé)

ις, ι ; gén. ιτος;
1 gracieux, qui a bonne grâce, aimable ; τὸ εὔχαρι la grâce;
2 aimé.
Étymologie: εὖ, χάρις.

Greek Monolingual

-ι (ΑΜ εὔχαρις, -ι)
αυτός που έχει χάρη, θελκτικός, ευχάριστος, ευάρεστος, επίχαρις
νεοελλ.
βοτ. γένος τών αμαρυλλιδών φυτών
αρχ.
1. (επίθ. του Έρωτος και της Αφροδίτης)
ο γεμάτος χάρη, ο χαριτωμένος
2. (για τόπους) ευάρεστος
3. το ουδ. ως ουσ. το εύχαρι
η ευπροσηγορία, ο γεμάτος χάρη και φιλοφροσύνη τρόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χάρις.

Greek Monotonic

εὔχᾰρις: ουδ. εὔχαρι, γεν. -ιτος· ευχάριστος, χαριτωμένος, θελκτικός, ελκυστικός, σαγηνευτικός, συναρπαστικός, κομψός, δημοφιλής, σε Ευρ., Πλάτ.· τὸ εὔχαρι, δημοτικότητα, αβροφροσύνη, λεπτοί τρόποι, κομψή συμπεριφορά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὔχᾰρις: ι, gen. ιτος τό
1) любезный, обходительный, приветливый, обаятельный (ἀστεῖος καὶ εὔ. Xen.; ὁ λόγος Plut.);
2) прелестный, очаровательный (ὀρνίθιον, τόπος Arst.);
3) благосклонный, милостивый (Ἀφροδίτη Eur.): ἐν τῷ διδόναι εὔ. Plut. щедрый.