κνυζηθμός: Difference between revisions

From LSJ

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κνυζηθμός:''' ὁ ([[κνυζάομαι]]), [[ούρλιασμα]], [[κλαψούρισμα]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''κνυζηθμός:''' ὁ ([[κνυζάομαι]]), [[ούρλιασμα]], [[κλαψούρισμα]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κνυζηθμός:''' ὁ повизгивание, визг (sc. κυνῶν Hom.).
}}
}}

Revision as of 23:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνυζηθμός Medium diacritics: κνυζηθμός Low diacritics: κνυζηθμός Capitals: ΚΝΥΖΗΘΜΟΣ
Transliteration A: knyzēthmós Transliteration B: knyzēthmos Transliteration C: knyzithmos Beta Code: knuzhqmo/s

English (LSJ)

ὁ, prop. of dogs,

   A whining, whimpering, opp. barking or snarling, κύνες τε ἴδον καί ῥ' οὐχ ὑλάοντο, κνυζηθμῷ δ' ἑτέρωσε διὰ σταθμοῖο φόβηθεν Od.16.163; of wild beasts, A.R.3.884; of young bears, Opp.C.3.169 (pl.); of children, Ath.9.376a.

German (Pape)

[Seite 1464] ὁ, das Geknurr, Gewinsel, bes. der schmeichelnden od. sich fürchtenden Hunde, Od. 16, 162; auch von anderen Thieren, Gebrüll des Löwen Opp. Cyn. 3, 169 Ap. Rh. 3, 884; vom Schreien eines kleinen Kindes Ath. IX, 376 a. Vgl. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κνυζηθμός: ὁ, μινυρισμός, ἀσαφὴς τῶν κυνῶν βοή, ἢ ποιὸς κλαυθμὸς τῶν κυνῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὑλακὴν ἢ τὸν ὠρυγμόν, κύνες τε ἴδον καὶ οὐχ ὑλάοντο, κνυζηθμῷ δ’ ἑτέρωσε διὰ σταθμοῖο φόβηθεν Ὀδ. ΙΙ. 163· ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 884· ἐπὶ ἀρκτύλων, Ὀππ. Κυν. 3. 169· ἐπὶ νηπίων, Ἀθήν. 376Α· πρβλ. κνυζάομαι.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
jappement joyeux ou craintif d’un chien.
Étymologie: κνυζέω ; cf. βληχηθμός, μυκηθμός, ὀγκηθμός.

English (Autenrieth)

(κνύζω): whimpering, of dogs, Od. 16.163†.

Greek Monolingual

κνυζηθμός, ὁ (Α)
1. σιγανό γαύγισμα σκύλου με παράπονο («κνυζηθμῷ δ' ἐτέρωσε διὰ σταθμοῑο φόβηθεν», Ομ. Οδ.)
2. μούγκρισμα θηρίου
3. κλαψούρισμα παιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνυζῶ (Ι), κατά τα βρυχηθμός, μυκηθμός.

Greek Monotonic

κνυζηθμός: ὁ (κνυζάομαι), ούρλιασμα, κλαψούρισμα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

κνυζηθμός: ὁ повизгивание, визг (sc. κυνῶν Hom.).