εὐπάλαμος: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπάλᾰμος:''' -ον ([[παλάμη]]), [[πρόχειρος]], [[εύχρηστος]], [[επιδέξιος]], [[ικανός]], [[επιτήδειος]], [[πολυμήχανος]], [[δαιμόνιος]], [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], σε Αισχύλ., Ανθ.
|lsmtext='''εὐπάλᾰμος:''' -ον ([[παλάμη]]), [[πρόχειρος]], [[εύχρηστος]], [[επιδέξιος]], [[ικανός]], [[επιτήδειος]], [[πολυμήχανος]], [[δαιμόνιος]], [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], σε Αισχύλ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπάλᾰμος:''' <b class="num">1)</b> изобретательный, остроумный ([[μέριμνα]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> отлично сложенный, искусный ([[ὕμνος]] Arph.).
}}
}}

Revision as of 12:07, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπάλᾰμος Medium diacritics: εὐπάλαμος Low diacritics: ευπάλαμος Capitals: ΕΥΠΑΛΑΜΟΣ
Transliteration A: eupálamos Transliteration B: eupalamos Transliteration C: efpalamos Beta Code: eu)pa/lamos

English (LSJ)

[πᾰ], ον,

   A handy, skilful, ingenious, of persons, Phoronis Fr.2, Nonn.D.5.216, al.: more freq. in the abstract, inventive, μέριμνα A.Ag.1531 (lyr.); Ἔρως Orph.H.58.4; σοφίη IG14.967.    2 skilfully wrought, ὕμνοι Cratin.70, cf. Nonn.D.17.146, al.    b easily manipulated, Ph.Bel.60.47.

German (Pape)

[Seite 1086] mit geschickter Hand, kunstreich, erfinderisch; Ἔρως Orph. H. 57, 4; σοφία Nicomed. ep. (App. 15) (s. das Vorige); – kunstreich gearbeitet, ὕμνοι Ar. Equ. 530; δεσμός Nonn. D. 17, 146.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπάλᾰμος: -ον, ἐπιτήδειος εἰς τὸ κατασκευάζειν τι τεχνηέντως, εὐμήχανος, ἐπινοητικός, εὐπάλαμον μέριμναν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1531· ἔρως Ὀρφ. Ὕμν. 57. 4· σοφίη Ἀνθ. Π. παράρτ. 55. 2) καλῶς ἐξειργασμένος, ἔντεχνος, ὕμνοι Κρατῖνος ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 530.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la main habile, industrieux.
Étymologie: εὖ, παλάμη.

Greek Monolingual

εὐπάλαμος, -ον (ΑΜ, Μ και εὐπάλαμνος, -ον)
1. εφευρετικός, επινοητικός, πολυμήχανος (α. «εὐπάλαμον μέριμναν», Αισχύλ.
β. «εὐπάλαμος ἔρως», Ορφ. ύμν.
γ. «εὐπαλάμου σοφίης μνᾱμα», Ανθ. Παλ.)
2. ο έντεχνα κατασκευασμένος, ο έντεχνος («τέκτονες εὐπαλάμων ὕμνων», Αριστοφ.)
3. ευχείριστος, ευκολομεταχείριστος
μσν.
αυτός που έχει μεγάλες παλάμες, δυνατά χέρια, ο χεροδύναμοςεὐπάλαμνος, εὐρύστερνος, ἥρως», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πάλαμνος ή -παλαμος (< παλάμη)
για την κατάλ. -μνος βλ. λ. απάλαμνος].

Greek Monotonic

εὐπάλᾰμος: -ον (παλάμη), πρόχειρος, εύχρηστος, επιδέξιος, ικανός, επιτήδειος, πολυμήχανος, δαιμόνιος, επινοητικός, εφευρετικός, σε Αισχύλ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπάλᾰμος: 1) изобретательный, остроумный (μέριμνα Aesch.);
2) отлично сложенный, искусный (ὕμνος Arph.).