ἠμάτιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠμάτιος:''' [ᾰ], -α, -ον ([[ἦμαρ]]),<br /><b class="num">I.</b> ποιητ. αντί [[ἡμερήσιος]], αυτός που συμβαίνει μέσα στο [[χρονικό]] [[διάστημα]] της ημέρας, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[μέρα]] με τη [[μέρα]], καθημερινά, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἠμάτιος:''' [ᾰ], -α, -ον ([[ἦμαρ]]),<br /><b class="num">I.</b> ποιητ. αντί [[ἡμερήσιος]], αυτός που συμβαίνει μέσα στο [[χρονικό]] [[διάστημα]] της ημέρας, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[μέρα]] με τη [[μέρα]], καθημερινά, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠμάτιος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> дневной ([[φέγγος]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> работающий днем (μέλισσαι Hes.): ἠματίη ὑφαίνεσκεν [[ἱστόν]] Hom. днем (Пенелопа) ткала полотно;<br /><b class="num">3)</b> ежедневный: [[οἶνος]], τὸν [[νῆες]] ἠμάτιαι ἄγουσιν Hom. вино, которое корабли ежедневно привозят.
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠμάτιος Medium diacritics: ἠμάτιος Low diacritics: ημάτιος Capitals: ΗΜΑΤΙΟΣ
Transliteration A: ēmátios Transliteration B: ēmatios Transliteration C: imatios Beta Code: h)ma/tios

English (LSJ)

[ᾰ], η, ον, (ἦμαρ) poet. for ἡμερήσιος,

   A by day, ἠματίη μὲν δφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν, νύκτας δ' ἀλλύεσκεν Od.2.104, cf. 19.149; ἠμάτιαι σπεύδουσι [μέλισσαι] Hes.Th.597; ἠ. φέγγος, i.e. the sun, AP9.651 (Paul. Sil.).    2 day by day, daily, Il.9.72.

German (Pape)

[Seite 1164] p. = ἡμερήσιος, bei Tage, am Tage; ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν, νύκτας δ' ἀλλύεσκεν Od. 2, 204; μέλισσαι ἠμάτιαι σπεύδουσι Hes. Th. 597; φέγγος, das Tageslicht, Paul. gil. 64 (IX, 651); Ggstz ἔννυχος, Arat. 580. – Aber Il. 9, 71, τὸν νῆες Ἀχαιῶν ἠμάτιαι Θρῄκηθεν ἐπ' εὐρέα πόντον ἄγουσιν, ist es = täglich.

Greek (Liddell-Scott)

ἠμάτιος: ᾰ, α, ον, (ἦμαρ) ποιητ. ἀντὶ ἡμερήσιος, ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν, νύκτας δ’ ἀλλύεσκεν Ὀδ. Β. 104, πρβλ. Τ. 149· ἠμάτιαι σπεύδουσι μέλισσαι Ἡσ. Θ. 597· ἠμ. φέγγος, ὅ ἐ. ὁ ἥλιος, Ἀνθ. Π.. 9. 651. 2) καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἰλ. Ι. 72.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui se fait pendant le jour;
2 de chaque jour.
Étymologie: ἦμαρ.

English (Autenrieth)

by day, Od. 2.104; daily, Il. 9.72.

Greek Monolingual

ἠμάτιος, -ίη, -ον (Α)
(ποιητ. τ. του ημερήσιος)
1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας («ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστὸν νύκτας δ' ἀλλύεσκεν», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που γίνεται κάθε μέρα, ο καθημερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμαρ, -τος «μέρα»].

Greek Monotonic

ἠμάτιος: [ᾰ], -α, -ον (ἦμαρ),
I. ποιητ. αντί ἡμερήσιος, αυτός που συμβαίνει μέσα στο χρονικό διάστημα της ημέρας, σε Ομήρ. Οδ.
II. μέρα με τη μέρα, καθημερινά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἠμάτιος: (ᾰ)
1) дневной (φέγγος Anth.);
2) работающий днем (μέλισσαι Hes.): ἠματίη ὑφαίνεσκεν ἱστόν Hom. днем (Пенелопа) ткала полотно;
3) ежедневный: οἶνος, τὸν νῆες ἠμάτιαι ἄγουσιν Hom. вино, которое корабли ежедневно привозят.