ἐπιμιμνήσκομαι: Difference between revisions

From LSJ

ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμιμνήσκομαι:''' Ιων. επίσης -[[μνάομαι]], <i>-μνῶμαι</i>, μέλ. [[μνήσομαι]] ή <i>μνησθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπεμνήσθην</i> ή <i>ἐπεμνησάμην</i>, παρακ. <i>ἐπιμέμνημαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> Παθ., [[σκέφτομαι]], [[θυμάμαι]] [[κάτι]], [[φέρνω]] στο νου μου κάποιον ή [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> κάνω [[μνεία]], [[αναφέρω]] κάποιον, <i>τινος</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· [[περί]] τινος, στον ίδ., Ξεν.
|lsmtext='''ἐπιμιμνήσκομαι:''' Ιων. επίσης -[[μνάομαι]], <i>-μνῶμαι</i>, μέλ. [[μνήσομαι]] ή <i>μνησθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπεμνήσθην</i> ή <i>ἐπεμνησάμην</i>, παρακ. <i>ἐπιμέμνημαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> Παθ., [[σκέφτομαι]], [[θυμάμαι]] [[κάτι]], [[φέρνω]] στο νου μου κάποιον ή [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> κάνω [[μνεία]], [[αναφέρω]] κάποιον, <i>τινος</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· [[περί]] τινος, στον ίδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμιμνήσκομαι:''' (fut. ἐπιμνήσομαι - ион. ἐπιμνησθήσομαι, aor. ἐπεμνήσθην и ἐπεμνησάμην, pf. ἐπιμέμνημαι)<br /><b class="num">1)</b> вспоминать (τινος Her.);<br /><b class="num">2)</b> приводить по памяти, упоминать (τινος Hom., Aesch., Soph., Her., Thuc., Plat., περί τινος Her., Xen., Plat., Arst., Diod. и τι Her.).
}}
}}

Revision as of 08:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμιμνήσκομαι Medium diacritics: ἐπιμιμνήσκομαι Low diacritics: επιμιμνήσκομαι Capitals: ΕΠΙΜΙΜΝΗΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: epimimnḗskomai Transliteration B: epimimnēskomai Transliteration C: epimimniskomai Beta Code: e)pimimnh/skomai

English (LSJ)

fut.

   A -μνήσομαι Hdt.1.5, etc., rarely -μνησθήσομαι (Hdt.2.3, D.19.276): aor. -εμνήσθην Od.1.31, Hdt.1.85, etc., -εμνησάμην Il.17.103, A.Ch.623 (lyr.), etc.: pf. ἐπιμέμνημαι, late -μέμνησμαι POxy.791 (i A.D.):—bethink oneself of, remember, think of, c. gen., ἐπὶ δὲ μνήσασθε ἕκαστος παίδων Il.15.662; κ' . . ἐπιμνησαίμεθα χάρμης we would think of battle, 17.103; τοῦ ὅ γ' ἐπιμνησθείς Od.1.31,4.189 (the only parts of the Verb used by Hom.).    2. make mention of, ἐπιμνησαίμεθα σεῖο ib.191, cf. Hdt.1.5,85, A.Ch.l.c., S.Ph.1400, etc.; οὗ δ' ἐπεμνήσθην `but, by the way', Herod.5.53, cf. 6.42; also ἐ. περί τινος Hdt.2.101, X.Cyr.1.6.12, Pl.Mx.239c, etc.: with neut. pron. in acc., τοσαῦτα ἐπιμνησθέντες Hdt.1.14, cf. 2.3; with gen. and acc., τῆς μάχης τε πολλὰ ἐπιμεμνημένοι καὶ τὴν Λήμνου αἵρεσιν Id.6.136; also ἐ. ὅτι . . X.HG3.2.8; ἐ. περὶ γυναικῶν, ὡς . . Pl.Ti.18c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμιμνήσκομαι: (καὶ -ῄ-), Ἰων. ὡσαύτως ἐπιμνάομαι, -μνῶμαι: μέλλ. -μνήσομαι, σπανίως -μνησθήσομαι (Ἡρόδ. 2. 3, Δημ. 429. 28): ― ἀόρ. ἐπεμνήσθην, ἀλλὰ καὶ ἐπεμνησάμην (ἴδε κατωτ.): πρκμ. ἐπιμέμνημαι: Παθ. Ἀναμιμνήσκομαι, σκέπτομαι περί τινος, ἐνθυμοῦμαί τι, φέρω εἰς τὸν νοῦν μου, μετὰ γεν., ἐπὶ δὲ μνήσασθε ἕκαστος παίδων ἠδ’ ἀλόχων καὶ κτήσιος ἠδὲ τοκήων Ἰλ. Ο. 662· ἐπιμνησαίμεθα χάρμης, «μνησθείημεν τῆς μάχης» (Θ. Γαζῆς), Ρ. 103· τοῦ ὅγ’ ἐπιμνησθεὶς Ὀδ. Α. 31, Δ. 189· (ταῦτα εἶναι τὰ μόνα μέρη τοῦ ῥήματος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ.). 2) ποιοῦμαι μνείαν τινός, ὅτ’ ἐπιμνησαίμεθα σεῖο Ὀδ. Δ. 191, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 5, 85, Αἰσχύλ. Χο. 623, Σοφ., κλ.· ὡσαύτως, ἐπ. περί τινος Ἡρόδ. 2. 101, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 12, κτλ.: ― μετ’ οὐδ. ἀντων. κατ’ αἰτ., τοσοῦτον ἐπιμνησθέντες Ἡρόδ. 1. 14, πρβλ. 2. 3· ἀλλ’ ἐν 6. 136, συντάσσει τὸ ῥῆμα μετὰ γενικῆς τε καὶ αἰτιατ., τῆς μάχης τε πολλὰ ἐπιμεμνημένοι καὶ τὴν Λήμνου αἵρεσιν: ― ὡσαύτως, ἐπιμ. ὅ.. Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 8· ἐπ. περὶ γυναικῶν, ὡς… Πλάτ. Τίμ. 18C.

English (Autenrieth)

aor. mid. opt., ἐπιμνησαίμεθα, pass. part. ἐπιμνησθείς: call to mind, remember.

Greek Monolingual

ἐπιμιμνῄσκομαι (AM) μιμνᾑσκομαι
φέρνω στη μνήμη μου, ξανασυλλογίζομαι («ἐπὶ δὲ μνήσασθε ἕκαστoς παίδων», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. μνημονεύω, αναφέρω («ἐπιμνήσομαι ἀμφοτέρων ὁμοίως», Ηρόδ.)
2. αναφέρω κάτι παρεμπιπτόντως
3. υπενθυμίζω.

Greek Monotonic

ἐπιμιμνήσκομαι: Ιων. επίσης -μνάομαι, -μνῶμαι, μέλ. μνήσομαι ή μνησθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπεμνήσθην ή ἐπεμνησάμην, παρακ. ἐπιμέμνημαι·
I. 1. Παθ., σκέφτομαι, θυμάμαι κάτι, φέρνω στο νου μου κάποιον ή κάτι, με γεν., σε Όμηρ.
2. κάνω μνεία, αναφέρω κάποιον, τινος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· περί τινος, στον ίδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμιμνήσκομαι: (fut. ἐπιμνήσομαι - ион. ἐπιμνησθήσομαι, aor. ἐπεμνήσθην и ἐπεμνησάμην, pf. ἐπιμέμνημαι)
1) вспоминать (τινος Her.);
2) приводить по памяти, упоминать (τινος Hom., Aesch., Soph., Her., Thuc., Plat., περί τινος Her., Xen., Plat., Arst., Diod. и τι Her.).