ἐπιμιμνήσκομαι
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
A fut. -μνήσομαι Hdt.1.5, etc., rarely -μνησθήσομαι (Hdt.2.3, D.19.276): aor. -εμνήσθην Od.1.31, Hdt.1.85, etc., -εμνησάμην Il.17.103, A.Ch.623 (lyr.), etc.: pf. ἐπιμέμνημαι, late -μέμνησμαι POxy.791 (i A.D.):—bethink oneself of, remember, think of, c. gen., ἐπὶ δὲ μνήσασθε ἕκαστος παίδων Il.15.662; κ'.. ἐπιμνησαίμεθα χάρμης we would think of battle, 17.103; τοῦ ὅ γ' ἐπιμνησθείς Od.1.31,4.189 (the only parts of the Verb used by Hom.).
2. make mention of, ἐπιμνησαίμεθα σεῖο ib.191, cf. Hdt.1.5,85, A.Ch.l.c., S.Ph.1400, etc.; οὗ δ' ἐπεμνήσθην but, by the way, Herod.5.53, cf. 6.42; also ἐ. περί τινος Hdt.2.101, X.Cyr.1.6.12, Pl.Mx.239c, etc.: with neut. pron. in acc., τοσαῦτα ἐπιμνησθέντες Hdt.1.14, cf. 2.3; with genitive and acc., τῆς μάχης τε πολλὰ ἐπιμεμνημένοι καὶ τὴν Λήμνου αἵρεσιν Id.6.136; also ἐ. ὅτι.. X.HG3.2.8; ἐ. περὶ γυναικῶν, ὡς.. Pl.Ti.18c.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμιμνήσκομαι: (fut. ἐπιμνήσομαι - ион. ἐπιμνησθήσομαι, aor. ἐπεμνήσθην и ἐπεμνησάμην, pf. ἐπιμέμνημαι)
1 вспоминать (τινος Her.);
2 приводить по памяти, упоминать (τινος Hom., Aesch., Soph., Her., Thuc., Plat., περί τινος Her., Xen., Plat., Arst., Diod. и τι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμιμνήσκομαι: (καὶ -ῄ-), Ἰων. ὡσαύτως ἐπιμνάομαι, -μνῶμαι: μέλλ. -μνήσομαι, σπανίως -μνησθήσομαι (Ἡρόδ. 2. 3, Δημ. 429. 28): ― ἀόρ. ἐπεμνήσθην, ἀλλὰ καὶ ἐπεμνησάμην (ἴδε κατωτ.): πρκμ. ἐπιμέμνημαι: Παθ. Ἀναμιμνήσκομαι, σκέπτομαι περί τινος, ἐνθυμοῦμαί τι, φέρω εἰς τὸν νοῦν μου, μετὰ γεν., ἐπὶ δὲ μνήσασθε ἕκαστος παίδων ἠδ’ ἀλόχων καὶ κτήσιος ἠδὲ τοκήων Ἰλ. Ο. 662· ἐπιμνησαίμεθα χάρμης, «μνησθείημεν τῆς μάχης» (Θ. Γαζῆς), Ρ. 103· τοῦ ὅγ’ ἐπιμνησθεὶς Ὀδ. Α. 31, Δ. 189· (ταῦτα εἶναι τὰ μόνα μέρη τοῦ ῥήματος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ.). 2) ποιοῦμαι μνείαν τινός, ὅτ’ ἐπιμνησαίμεθα σεῖο Ὀδ. Δ. 191, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 5, 85, Αἰσχύλ. Χο. 623, Σοφ., κλ.· ὡσαύτως, ἐπ. περί τινος Ἡρόδ. 2. 101, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 12, κτλ.: ― μετ’ οὐδ. ἀντων. κατ’ αἰτ., τοσοῦτον ἐπιμνησθέντες Ἡρόδ. 1. 14, πρβλ. 2. 3· ἀλλ’ ἐν 6. 136, συντάσσει τὸ ῥῆμα μετὰ γενικῆς τε καὶ αἰτιατ., τῆς μάχης τε πολλὰ ἐπιμεμνημένοι καὶ τὴν Λήμνου αἵρεσιν: ― ὡσαύτως, ἐπιμ. ὅ.. Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 8· ἐπ. περὶ γυναικῶν, ὡς… Πλάτ. Τίμ. 18C.
English (Autenrieth)
aor. mid. opt., ἐπιμνησαίμεθα, pass. part. ἐπιμνησθείς: call to mind, remember.
Greek Monolingual
ἐπιμιμνῄσκομαι (AM) μιμνᾑσκομαι
φέρνω στη μνήμη μου, ξανασυλλογίζομαι («ἐπὶ δὲ μνήσασθε ἕκαστoς παίδων», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. μνημονεύω, αναφέρω («ἐπιμνήσομαι ἀμφοτέρων ὁμοίως», Ηρόδ.)
2. αναφέρω κάτι παρεμπιπτόντως
3. υπενθυμίζω.
Greek Monotonic
ἐπιμιμνήσκομαι: Ιων. επίσης -μνάομαι, -μνῶμαι, μέλ. μνήσομαι ή μνησθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπεμνήσθην ή ἐπεμνησάμην, παρακ. ἐπιμέμνημαι·
I. 1. Παθ., σκέφτομαι, θυμάμαι κάτι, φέρνω στο νου μου κάποιον ή κάτι, με γεν., σε Όμηρ.
2. κάνω μνεία, αναφέρω κάποιον, τινος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· περί τινος, στον ίδ., Ξεν.
Middle Liddell
ionic -μνάομαι -μνῶμαι; fut. -μνήσομαι or -μνησθήσομαι aor1 ἐπεμνήσθην or ἐπεμνησάμην perf. ἐπιμέμνημαι
1. Pass.:— to bethink oneself of, to remember, think of a person or thing, c. gen., Hom.
2. to make mention of, τινος Od., Hdt., etc.; περί τινος Hdt., Xen.