ἀρουραῖος: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρουραῖος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την [[εξοχή]], [[αγροτικός]], [[εξοχικός]], [[μῦς]] [[ἀρουραῖος]], [[ποντίκι]] των αγρών, σε Ηρόδ.· <i>ὦ παῖ τῆς ἀρουραίας θεοῦ</i>, λέγεται για τον Ευριπίδη που ήταν γιός λαχανοπώλη, σε Αριστοφ.·[[ἀρουραῖος]] [[Οἰνόμαος]], σε Δημ. | |lsmtext='''ἀρουραῖος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την [[εξοχή]], [[αγροτικός]], [[εξοχικός]], [[μῦς]] [[ἀρουραῖος]], [[ποντίκι]] των αγρών, σε Ηρόδ.· <i>ὦ παῖ τῆς ἀρουραίας θεοῦ</i>, λέγεται για τον Ευριπίδη που ήταν γιός λαχανοπώλη, σε Αριστοφ.·[[ἀρουραῖος]] [[Οἰνόμαος]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρουραῖος:''' дор. Arph. v. l. [[ἀρωραῖος]] 2, редко 3 (ᾰρ)<br /><b class="num">1)</b> полевой ([[μῦς]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> деревенский, сельский ([[θεός]] Arph.; sc. [[ῥήτωρ]] Dem.; [[Μοῦσα]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰρ], α, ον,
A of or from the country, rural, rustic, μῦς ἀ. field-vole, Hdt.2.141; σμίνθος A.Fr.227; ὦ παῖ τῆς ἀ. θεοῦ, of Euripides as the reputed son of a herb-seller, Ar.Ra.840; ἀ. Οἰνόμαος, of Aeschines, who played the part of Oenomaüs 'in the provinces', D. 18.242, cf. AB211 sq.; ἀ. λίθοι rough stones, SIG2587.21; φυτὰ ἀ. field-weeds, Thphr.HP7.6.1.
German (Pape)
[Seite 358] zum Ackerland gehörig, ländlich, bäuerisch, μῦς Her. 2, 141; μοῦσα, die Heuschrecke, Mel. 112 (VII, 195); ἀ. θεός heißt komisch bei Ar. Ran. 139 Euripides Mutter; ebenso schimpfend ist es Dem. 18, 242, wo Aeschines ἀρουραῖος Οἰνόμαος heißt, der den Oenomaus schlecht gespielt.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
des champs, rustique.
Étymologie: ἄρουρα.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): hiperdor. ἀρωραῖος Ar.Ach.762
• Prosodia: [ᾰ-]
1 del campo, campestre μῦς Hdt.2.141, Ar.Ach.l.c., σμίνθος Ar.Fr.227, cf. Galeom.53, Babr.108.1, σπέρματα ἀρουραίου Babr.33.5
•de dioses rústico ὦ παῖ τῆς ἀρουραίας θεοῦ ¡oh, hijo de la rústica diosa! (irón. por la verdulera) de Eurípides, Ar.Ra.840.
2 de la provincia, provinciano ἀ. Οἰνόμαος Philostr.VS 584, ref. a Esquines que en las provincias hacía el papel de Enomao, D.18.242, cf. AB 211.
3 silvestre, no cuidado φυτά Thphr.HP 7.6.1
•no trabajado λίθοι IG 22.1672.21 (Eleusis IV a.C.).
Greek Monolingual
ο (AM ἀρουραῑος, -α, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. ο ποντικός των αγρών
2. μτφ. πονηρός, ποταπός («οι αρουραίοι της πολιτικής»)
αρχ.
1. ο αγροτικός
2. (για λίθο) ο ακατέργαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρουρα. Ο όρος χρησιμοποιείται αρχικά ως επίθετο για να χαρακτηρίσει κυρίως τον ποντικό που ζεί στους αγρούς («αρουραίος μυς»). Στους νεώτερους χρόνους το αρσ. ουσιαστικοποιείται αποκτώντας τη σημ. του ποντικού των αγρών κατά παράλειψη της λ. μυς (πρβλ. και ποντικός < ποντικός (< Πόντος ή πόντος) μυς].
Greek Monotonic
ἀρουραῖος: -α, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την εξοχή, αγροτικός, εξοχικός, μῦς ἀρουραῖος, ποντίκι των αγρών, σε Ηρόδ.· ὦ παῖ τῆς ἀρουραίας θεοῦ, λέγεται για τον Ευριπίδη που ήταν γιός λαχανοπώλη, σε Αριστοφ.·ἀρουραῖος Οἰνόμαος, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρουραῖος: дор. Arph. v. l. ἀρωραῖος 2, редко 3 (ᾰρ)
1) полевой (μῦς Her.);
2) деревенский, сельский (θεός Arph.; sc. ῥήτωρ Dem.; Μοῦσα Anth.).