αὐτοσταδίη: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτοστᾰδίη:''' ([[ἵσταμαι]]), σε [[κατάσταση]] μάχης, κοντά στη [[μάχη]], <i>ἔν γ' αὐτοσταδίῃ</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''αὐτοστᾰδίη:''' ([[ἵσταμαι]]), σε [[κατάσταση]] μάχης, κοντά στη [[μάχη]], <i>ἔν γ' αὐτοσταδίῃ</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτοστᾰδίη:''' ἡ (sc. [[μάχη]]) рукопашный бой Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 31 December 2018
English (LSJ)
(sc. μάχη), ἡ,
A stand-up fight, close fight, Ep. word, used only in dat., ἔν γ' αὐτοσταδίῃ Il.13.325.
German (Pape)
[Seite 402] ἡ, der Kampf, in dem Mann gegen Mann kämpft, Handgemenge, Il. 13, 325.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοστᾰδίη: (ἐνν. μάχη), ἡ, Ἐπικὴ λέξις ἀπαντῶσα μόνον κατὰ δοτικ. (πρβλ. αὐτοσχέδιος), ἔν γ’ αὐτοσταδίῃ, «ἐν τῇ συστάδην μάχῃ» (Σχολ.) Ἰλ. Ν. 325.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
s.e. μάχη;
combat corps à corps.
Étymologie: αὐτός, ἵστημι.
English (Autenrieth)
(ἵστημι): hand to hand fight, Il. 13.325†.
Spanish (DGE)
(αὐτοστᾰδίη) -ης, ἡ lucha cuerpo a cuerpo ἔν γ' αὐτοσταδίῃ Il.13.325.
Greek Monolingual
αὐτοσταδίη, η (Α)
μάχη «εκ του συστάδην», όπου ο μαχητής κρατάει σταθερά τη θέση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + επίθ. στάδιος «αυτός που στέκεται σταθερά, ο ακίνητος, ο άκαμπτος»].
Greek Monotonic
αὐτοστᾰδίη: (ἵσταμαι), σε κατάσταση μάχης, κοντά στη μάχη, ἔν γ' αὐτοσταδίῃ, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοστᾰδίη: ἡ (sc. μάχη) рукопашный бой Hom.