ἐνηής: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνηής:''' -ές, γεν. <i>ἐνηέος</i>, [[καλός]], [[αγαθός]], [[ευγενής]], [[πράος]], [[ευγενικός]], σε Όμηρ. (Πιθ. συγγενές προς τα <i>ἀπ-ηνής</i>, <i>προσ-ηνής</i>).
|lsmtext='''ἐνηής:''' -ές, γεν. <i>ἐνηέος</i>, [[καλός]], [[αγαθός]], [[ευγενής]], [[πράος]], [[ευγενικός]], σε Όμηρ. (Πιθ. συγγενές προς τα <i>ἀπ-ηνής</i>, <i>προσ-ηνής</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνηής:''' ласковый, кроткий Hom., Hes.
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνηής Medium diacritics: ἐνηής Low diacritics: ενηής Capitals: ΕΝΗΗΣ
Transliteration A: enēḗs Transliteration B: enēēs Transliteration C: eniis Beta Code: e)nhh/s

English (LSJ)

ές, Ep. Adj.

   A kind, gentle, ἑταῖρον . . ἐνηέα τε κρατερόν τε Il.17.204; ἑτάροιο ἐνηέος ὀστέα λευκά 23.252; ἑταῖρον ἐ., of Athena, Od.8.200; μευ ἀεὶ μέμνησαι ἐνηέος Il.23.648; φιλότητος ἐνηέος Hes. Th.651: later in nom. ἐνηής IG14.1648.8; etym. of Ἐνυώ, Corn.ND21: pl., ἐνηῆες Opp.C.2.89; ἐνηέες Id.H.2.644; of stars, propitious, Max.262, al. (ἐν and -ηής, cf. Skt. άυας 'help', 'favour', άυατι 'he helps'.)

German (Pape)

[Seite 840] ές (Ggstz ἀπηνής, also statt ἐνηνής), wohlwollend, mild u. freundlich, VLL. πρᾷος, προσηνής, ἀγαθός; ἑταῖρος Il. 21, 96. 12, 204 Od. 8, 200; φιλότης Hes. Th. 651; ähnl. bei sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1199; Opp. Cyn. 2, 89 in der Form ἐνηῆες.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνηής: ἐς, Ἐπ. ἐπίθ., σώφρων, ἀγαθός, προσηνής, πρᾶος, ἐν Ἰλ. ἐπὶ τοῦ Πατρόκλου (πρβλ. ἐνηείη), τοῦ δὴ ἑταῖρον ἔπεφνες ἐνηέα τε κρατερόν τε Ἰλ. Ρ. 204· κλαίοντες δ’ ἑτάροιο ἐνηέος ὀστέα λευκὰ Ψ. 352: οὕτως ἐπὶ τοῦ Νέστορος, ὥς μου ἀεὶ μέμνησαι ἐνηέος Ψ 648· ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ὀδ. Θ. 200· ὡσαύτως. φιλότητος ἐνηέος Ἡσ. Θ. 651· ἡ ἑνικὴ ὀνομαστικὴ ἐνηὴς ἐν Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 566. 8., 906. 5· πληθ. ἐνηῆες ἐν Ὀππ. Κυν. 2. 89· ἐνηέες παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἁλ. 2. 664. (Πρβλ. ἀπηνής, προσηνής).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de bonne volonté, doux, aimable.
Étymologie: pour *ἐνηϜής, de ἐν, αἴω = *αἴϜω « qui prête l’oreille à, qui se prête à » ; sel. d’autres, de ἐν, ἄημι=*ἄϜημι « au soufle favorable, propice ».

English (Autenrieth)

έος: gentle, amiable, Il. 23.252, Od. 8.200.

Spanish (DGE)

-ές
1 de pers. y abstr. amable, complaciente, amistoso de Patroclo ἑταῖρον ... ἐνηέα τε κρατερόν τε Il.17.204, cf. 23.252, de Nestor Il.23.648, de Atenea χαίρων οὕνεκ' ἑταῖρον ἐνηέα λεῦσσ' ἐν ἀγῶνι Od.8.200, φιλότης Hes.Th.651, en un elogio fúnebre IUrb.Rom.1231.8 (II d.C.?), como etim. de Ἐνυώ: κατ' εὐφημισμὸν ἀπὸ τοῦ ἥκιστα ἐ. ... εἶναι Corn.ND 21, ἐνηεῖ δόγματι ICr.4.325.5 (V d.C.).
2 de anim. manso, dócil de los toros egipcios ὅττι βροτοὶ δ' ἐνέπουσιν, ἐνηέες ἐξανέχονται Opp.C.2.89
tranquilo, pacífico del mújol, Opp.H.2.644.
3 de estrellas propicio, favorable ἢν δὲ σὺν ἀστέρι Μήνη ἐνηέι καλὰ φαείνῃ Max.561, cf. 262.

• Etimología: Dud. Quizá comp. de ἐν y *ἦος < *ἆϝος, cf. ai. ávas-, av. avah- ‘benevolencia’, ‘ayuda’.

Greek Monolingual

ἐνηής, -ές (Α)
1. (για πρόσωπα αλλά και για αφηρημ. ιδιότητες ή έννοιες) ευπροσήγορος, ευμενής, πράος, αγαθός («τοῡ δὴ ἑταῑρον ἔπεφνες ἐνηέα τε κρατερόν τε», Ομ. Ιλ.)
2. (για αστέρι) ευοίωνος, ευμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λέξη με α' συνθετικό την πρόθεση εν και β' συνθετικό ήος < άFος, το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. anas-, αβεστ. avah- «ευμένεια, εύνοια, βοήθεια». Δηλ. ενηής είναι «αυτός που διακατέχεται από αίσθημα εύνοιας, ευμένειας» άρα «ο ευπροσήγορος, ο ευμενής». Από άλλους η λ. συνδέθηκε με το αΐτης «ο νέος που αγαπιέται»].

Greek Monotonic

ἐνηής: -ές, γεν. ἐνηέος, καλός, αγαθός, ευγενής, πράος, ευγενικός, σε Όμηρ. (Πιθ. συγγενές προς τα ἀπ-ηνής, προσ-ηνής).

Russian (Dvoretsky)

ἐνηής: ласковый, кроткий Hom., Hes.