λαπαρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λᾰπᾰρός:''' -ά, -όν, [[χαλαρός]], σε Αριστ.
|lsmtext='''λᾰπᾰρός:''' -ά, -όν, [[χαλαρός]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''λᾰπᾰρός:''' (тж. λ. περὶ τὴν κοιλίαν Arst.) с расслабленным кишечником, страдающий расстройством желудка ([[ἵππος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 07:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαπαρός Medium diacritics: λαπαρός Low diacritics: λαπαρός Capitals: ΛΑΠΑΡΟΣ
Transliteration A: laparós Transliteration B: laparos Transliteration C: laparos Beta Code: laparo/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A slack, loose, τὸ λ. τῆς πλευρῆς, = λαπάρα, Hp.Art. 50; of the bowels, Id.Prog.11; λαπαρὸς εἰλεός, Id.Epid.2.6.26, Orib. 8.28.5; λ. γίνεσθαι have the bowels opened, Arist.Pr.935b28; ἵππος λ. ὢν ἀλγεῖ Id.HA604b16 (nisi leg. λαπάρας ἀνέλκει); of a dislocated joint, ὄπισθεν λαπαρόν, ἔμπροσθεν ἐξέχον Hp.Mochl.24; hollow, of a cushion, μέσον κατὰ μῆκος ποιήσαντα λαπαρόν Id.Fract.16; πλευρέων ὀδύναι λαπαραί, perh. slight, Id.Epid.6.3.18 (so perh. λ. εἰλεός above). Adv. -ρῶς, ὑποχονδρίου ἔντασις λαπαρῶς, i.e. without swelling, ib. 3.1.β (opp. μετ' ὄγκου acc. to Gal.ad loc.).    II lewd, lecherous, Hsch.

German (Pape)

[Seite 16] = λαγαρός, schmächtig, eingefallen, dünn u. mager, bes. bei den Medic. weichen, offenen Leib habend; κοιλίη u. ä., Hippocr. Auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰπᾰρός: -ά, -όν, ὡς τὸ λαγαρός, χαλαρός, τὸ λ. τῆς πλευρῆς = λαπάρα, Ἱππ. 817Α· ἐπὶ τῶν ἐντοσθίων, ὁ αὐτ. ἐν Προγν. 40, κ. ἀλλ., ἴδε Foës Oecon.· λ. γενέσθαι, γίνομαι εὐκοίλιος, Ἀριστ. Προβλ. 23. 39· ἵππος λ. ὢν ἀλγεῖ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 5 (ἔνθα ὁ Aubert προτείνει: λαπάρας ἀνέλκει). 2) μαλακός, προσκεφάλαιον 763C. Ἐπίρρ. -ρῶς, ὁ αὐτ. (Πρβλ. λαπάσσω).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
flasque.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Greek Monolingual

λαπαρός, -ά, -όν (Α)
1. χαλαρός, λαγαρός (α. «τὸ λαπαρὸν τῆς πλευρῆς», Ιπποκρ
β. «ὄπισθεν λαπαρόν, ἔμπροσθεν ἐξέχον», Ιπποκρ.)
2. (για μαξιλάρι) βαθουλωτό, μαλακό
3. (για πόνο)
ελαφρός, μαλακός
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀσελγής, ἀκόλαστος, λάγνος».
επίρρ...
λαπαρῶς (Α)
με χαλαρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. < θ. λαπ- που μαρτυρείται σε γλώσσα του Ησυχίου (ἔλαψα
διέφθειρα) + κατάλ. -αρός, που εμφανίζεται σε συγγενείς σημασιολογικά λέξεις (πρβλ. λαγαρός, πλαδαρός, χαλαρός). Ο τ., τέλος, συνδέεται με τα λαπάσσω, λαπάρα, λάπαθα].

Greek Monotonic

λᾰπᾰρός: -ά, -όν, χαλαρός, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

λᾰπᾰρός: (тж. λ. περὶ τὴν κοιλίαν Arst.) с расслабленным кишечником, страдающий расстройством желудка (ἵππος Arst.).