μάτη: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μάτη:''' [ᾰ], ἡ, = [[ματία]], [[ανοησία]], [[σφάλμα]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''μάτη:''' [ᾰ], ἡ, = [[ματία]], [[ανοησία]], [[σφάλμα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μάτη:''' дор. μάτᾱ (ᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> пустая затея, напрасный труд, блуждание: μάταισι πολυθρόοις Aesch. в шумных странствиях;<br /><b class="num">2)</b> заблуждение, проступок (πατρὸς τοῦ σοῦ Aesch.): εἰς [[μάτην]] Luc. = [[μάτην]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:28, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A folly, fault, μάτας εἰπών speaking folly, Stesich.47, cf. A.Ch.918 (pl.); μάταισι πολυθρόοις with clamorous lewdness, Id.Supp. 820 (lyr.) (but expld. by Sch. as 'quest'); οὔ τί τοι μέτρον μάτας S.Fr.798. II cf. μάτην ad fin.
German (Pape)
[Seite 101] ἡ, = ματία, Fehler, Vergehen, Aesch. Ch. 905; auch φυγάδα μάταισι πολυθρόοις βίαια δίζηνται λαβεῖν, Suppl. 800, von dem Hin- u. Herrennen der Verfolger; οὔτι τοι μέτρον μάτας, Soph. frg. 788; εἰς μάτην, = μάτην, ins Gelag, in den Tag hinein, Luc. Tragodop. 28.
Greek (Liddell-Scott)
μάτη: [ᾰ], ἡ, = ματία, μάταιος κόπος, μωρία, σφάλμα, Αἰσχύλ. Χο. 918· μάταισι πολυθρόοις, θορυβώδεσι ζητήσεσι, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 820· οὔ τί τοι μέτρον μάτας Σοφ. Ἀποσπ. 788. (Ἐντεῦθεν ματάω, ματᾴζω, μάτην, μάταιος· ἴσως δὲ καὶ τὸ μὰψ εἶναι συγγενές).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
chose vaine, action ou démarche vaine.
Étymologie: pê apparenté au lat. mentiri.
Greek Monolingual
μάτη, ἡ (Α)
1. μάταιος κόπος, ανοησία, σφάλμα («μάτας εἰπών», Στησίχ.)
2. (ως μέτρο) το 1/2 της αρτάβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα mā-t- και συνδέεται με σλαβ. mat-am, mat-ać «στρίβω, ψεύδομαι, απατώ» και με το ρ. μηνύω, άποψη όμως ελάχιστα πιθανή.
ΠΑΡ. μάταιος, ματαιώνω, μάτην
αρχ.
ματάζω, ματία.
Greek Monotonic
μάτη: [ᾰ], ἡ, = ματία, ανοησία, σφάλμα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μάτη: дор. μάτᾱ (ᾰ) ἡ
1) пустая затея, напрасный труд, блуждание: μάταισι πολυθρόοις Aesch. в шумных странствиях;
2) заблуждение, проступок (πατρὸς τοῦ σοῦ Aesch.): εἰς μάτην Luc. = μάτην.