Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετοικία: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετοικία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[αλλαγή]] κατοικίας, [[μετακίνηση]], [[μετανάστευση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποικισμός]] ως [[μέτοικος]], [[εγκατάσταση]] ή [[διαμονή]] σε [[ξένη]] πόλη, σε Αισχύλ. κ.λπ.
|lsmtext='''μετοικία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[αλλαγή]] κατοικίας, [[μετακίνηση]], [[μετανάστευση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποικισμός]] ως [[μέτοικος]], [[εγκατάσταση]] ή [[διαμονή]] σε [[ξένη]] πόλη, σε Αισχύλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετοικία:''' ἡ<b class="num">1)</b> переселение Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> поселение (на правах чужеземца): τῆς μετοικίας [[χρόνος]] Plat. время поселения;<br /><b class="num">3)</b> предоставление убежища (чужеземцу): [[ἕνεκα]] τῆς μετοικίας Lys. (в благодарность) за предоставленное убежище;<br /><b class="num">4)</b> совместная жизнь, общение: μετοικίας τῆς [[ἄνω]] στερήσεται Soph. (Антигона) лишится общения с наземным миром, т. е. умрет.
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοικία Medium diacritics: μετοικία Low diacritics: μετοικία Capitals: ΜΕΤΟΙΚΙΑ
Transliteration A: metoikía Transliteration B: metoikia Transliteration C: metoikia Beta Code: metoiki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A change of abode, removal, migration, Th.1.2 (pl.); of the Jewish captivity, LXX Je.20.4.    II settlement or residence in a foreign city, A.Eu.1018 (lyr.), Pl.Lg.850c; μ. ἡ ἄνω sojourn in the upper world, S.Ant.890.    2 status and rights of a μέτοικος, Lys.6.49.

German (Pape)

[Seite 161] ἡ, das Mitwohnen an einem Orte, Aesch. Eum. 972; μετοικίας τῆς ἄνω στερήσεται, Soph. Ant. 881; Thuc. 1, 2; Plat. Legg. VIII, 850 e; Xen. Vect. 2, 7; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετοικία: ἡ, μεταβολὴ ἢ ἀλλαγὴ κατοικίας, μετοίκησις, μετανάστασις, Θουκ. 1. 2. ΙΙ. τὸ νὰ ἐγκατασταθῇ τις ἔν τινι τόπῳ ὡς μέτοικος, ἐγκατάστασις ἢ διαμονὴ ἐν ξένῃ πόλει, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1017, Πλάτ. Νόμ. 850C· - περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντ. 890· μετοικίας δ’ οὖν τῆς ἄνω στερήσεται, πρβλ. μέτοικος ΙΙ. 1. 2) ἡ κατάστασις καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ μετοίκου, Λυσ. 107. 31.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. cohabitation, habitation ou résidence commune avec;
II. 1 émigration :
2 établissement d’un étranger dans une cité;
3 situation et droits d’un étranger domicilié.
Étymologie: μέτοικος.

Greek Monolingual

μετοικία, ἡ (ΑΜ) μετοικώ
1. αλλαγή τόπου διαμονής ή κατοικίας, μετοίκηση
2. το να φεύγει κάποιος από τον τόπο διαμονής του και να εγκαθίσταται σε ξένη χώρα ως μέτοικος
νεοελλ.
η μετανάστευση και η προσωρινή ή μόνιμη εγκατάσταση αλλοεθνών μεταναστών, σε σχέση με τη χώρα προορισμού τους, σε αντιδιαστολή με την αποδημία, που αναφέρεται ως προς τη χώρα προέλευσής τους
μσν.
συνεκδ. τόπος εγκατάστασης μετοίκων
αρχ.
1. η κατάσταση και τα δικαιώματα του μετοίκου
2. εξορία.

Greek Monotonic

μετοικία: ἡ,
I. αλλαγή κατοικίας, μετακίνηση, μετανάστευση, σε Θουκ.
II. αποικισμός ως μέτοικος, εγκατάσταση ή διαμονή σε ξένη πόλη, σε Αισχύλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μετοικία:1) переселение Thuc.;
2) поселение (на правах чужеземца): τῆς μετοικίας χρόνος Plat. время поселения;
3) предоставление убежища (чужеземцу): ἕνεκα τῆς μετοικίας Lys. (в благодарность) за предоставленное убежище;
4) совместная жизнь, общение: μετοικίας τῆς ἄνω στερήσεται Soph. (Антигона) лишится общения с наземным миром, т. е. умрет.