παρατροχάζω: Difference between revisions
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρατροχάζω:''' ποιητ. αντί [[παρατρέχω]], [[έρχομαι]] τρέχοντας, <i>τινά</i>, σε Ανθ.· περνώ δίπλα ή πάνω από, [[προσπερνώ]], [[αφήνω]] απαρατήρητο, στο ίδ. | |lsmtext='''παρατροχάζω:''' ποιητ. αντί [[παρατρέχω]], [[έρχομαι]] τρέχοντας, <i>τινά</i>, σε Ανθ.· περνώ δίπλα ή πάνω από, [[προσπερνώ]], [[αφήνω]] απαρατήρητο, στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρατροχάζω:''' опережать, обгонять (τινά Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
poet. for παρατρέχω,
A run past, τινα AP9.372, 11.163 (Lucill.). 2 pass by or over, leave unnoticed, APl.4.169 : metaph., εὐσεβίη οὔ με παρετρόχασεν Puchstein Epigr.Gr.p.10. II run alongside, App.BC3.70 ; τινι by one, Id.Syr.64.
German (Pape)
[Seite 504] poet. statt παρατρέχω, vorbeilaufen, τινά, Ep. ad. 419 (IX, 372), wie Lucill. 44 (XI, 163); übertreffen, Ep. ad. 248 (Plan. 169); – nebenherlaufen, App. B. C. 3, 70.
Greek (Liddell-Scott)
παρατροχάζω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ παρατρέχω, παρέρχομαι τρέχων, τινὰ Ἀνθ. Π. 9. 372., 11. 163· παρέρχομαι, ἀφίνω ἀπαρατήρητον, Ἀνθ. Πλαν. 169. ΙΙ. τρέχω παραπλεύρως, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 70· τινί, πλησίον τινός, ὁ αὐτ. ἐν Συρ. 64.
French (Bailly abrégé)
1 courir auprès ou le long de, τινι ; fig. passer le long de, négliger;
2 dépasser à la course, acc..
Étymologie: παρά, τροχάζω.
Greek Monolingual
Α
(μτγν. ποιητ. τ. του παρατρέχω)
1. περνώ τρέχοντας, ξεπερνώ κάποιον («παῑδα παρετρόχασα», Ανθ. Παλ.)
2. μτφ. αντιπαρέρχομαι, αφήνω κάποιον απαρατήρητο («πάρις τήνδε παρετρόχασε», Ανθ. Παλ.)
3. τρέχω παραπλεύρως, δίπλα
4. (με δοτ. προσ.) τρέχω κοντά σε κάποιον («παρατροχάσαι ποτέ ἐπὶ πλεῑστον αὐτῷ», Αππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + τροχάζω «τρέχω γρήγορα»].
Greek Monotonic
παρατροχάζω: ποιητ. αντί παρατρέχω, έρχομαι τρέχοντας, τινά, σε Ανθ.· περνώ δίπλα ή πάνω από, προσπερνώ, αφήνω απαρατήρητο, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
παρατροχάζω: опережать, обгонять (τινά Anth.).