παρεκτρέχω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρεκτρέχω:''' μέλ. -[[δραμοῦμαι]], [[παρέρχομαι]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''παρεκτρέχω:''' μέλ. -[[δραμοῦμαι]], [[παρέρχομαι]], σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-εκτρέχω voorbijrennen.
}}
}}

Revision as of 12:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκτρέχω Medium diacritics: παρεκτρέχω Low diacritics: παρεκτρέχω Capitals: ΠΑΡΕΚΤΡΕΧΩ
Transliteration A: parektréchō Transliteration B: parektrechō Transliteration C: parektrecho Beta Code: parektre/xw

English (LSJ)

   A run out past, in aor. part. -δραμόντες Plu.Flam.8.    II metaph., παρεκδεδραμηκότα παρὰ τὰς εὐθείας forms derived from the nominative, A.D.Adv. 171.25; of the outcome of astrological influences, Vett. Val.185.2.

German (Pape)

[Seite 514] (τρέχω), daneben, darüber hinaus-, vorbeilaufen, τοὺς μαχομένους παρεκδραμόντες ἐκ πλαγίων ἔκτεινον, Plut. Flam. 8.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκτρέχω: ἐκτρέχων παρέρχομαι, Πλουτ. Φλαμ. 8. ΙΙ. τρέχω ἔξω ἢ πλησίον τινός, τῆς ὁδοῦ Κλήμ. Ἁλ. 565.

French (Bailly abrégé)

s’élancer en courant au delà de.
Étymologie: παρά, ἐκτρέχω.

Greek Monolingual

Α εκτρέχω
1. περνώ τρέχοντας, τρέχω και προχωρώ κοντά ή πλάι σε κάτι
2. (για αστρολογικές επιδράσεις) απορρέω.

Greek Monotonic

παρεκτρέχω: μέλ. -δραμοῦμαι, παρέρχομαι, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εκτρέχω voorbijrennen.