στωμυλία: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στωμῠλία:''' ἡ, [[πολυλογία]], [[ομιλία]] για ασήμαντα πράγματα, [[φλυαρία]], σε Ανθ.
|lsmtext='''στωμῠλία:''' ἡ, [[πολυλογία]], [[ομιλία]] για ασήμαντα πράγματα, [[φλυαρία]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''στωμῠλία:''' ион. στωμῠλίη ἡ болтливость, словоохотливость Arph., Polyb., Plut., Anth.
}}
}}

Revision as of 07:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στωμῠλία Medium diacritics: στωμυλία Low diacritics: στωμυλία Capitals: ΣΤΩΜΥΛΙΑ
Transliteration A: stōmylía Transliteration B: stōmylia Transliteration C: stomylia Beta Code: stwmuli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A wordiness, Ar.Ra.1069, Plb.9.20.6; persiflage, small talk, AP7.222 (Phld.); σ. Ἀττική Stesimbr.4 J.

German (Pape)

[Seite 960] ἡ, Geschwätzigkeit, Plauderhaftigkeit; Ar. Ran. 1067; φιλοπαίγμων, Philodem. 31 (XII, 222); u. in späterer Prosa, wie Pol. 9, 20, 6, Alciphr. 3, 70.

Greek (Liddell-Scott)

στωμῠλία: ἡ, εὐτραπελολογία, πολυλογία, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1069, Πολύβ. 9. 20, 6· ὁμιλία ἐπὶ μηδαμινῶν πραγμάτων, φληνάφημα, μωρολογία, Ἀνθ. Π. 7. 222· στ. Ἀττικὴ Πλουτ. Κίμ. 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
babil, bavardage.
Étymologie: στωμύλος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ και στομυλία Α στωμύλος
1. ευχερής και ευχάριστη πολυλογία
2. ευφράδεια, ευγλωττία
αρχ.
φλυαρία, φληνάφημα.

Greek Monolingual

η, ΝΑ και στομυλία Α στωμύλος
1. ευχερής και ευχάριστη πολυλογία
2. ευφράδεια, ευγλωττία
αρχ.
φλυαρία, φληνάφημα.

Greek Monotonic

στωμῠλία: ἡ, πολυλογία, ομιλία για ασήμαντα πράγματα, φλυαρία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

στωμῠλία: ион. στωμῠλίη ἡ болтливость, словоохотливость Arph., Polyb., Plut., Anth.