σύμφορος: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(6) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύμφορος:''' -ον ([[συμφέρω]] III),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που συμβαίνει από κοινού με, [[συνακόλουθος]], [[επακόλουθος]], συνοδευτικός, λιμὸςἀεργῷ [[σύμφορος]] [[ἀνδρί]], η [[πείνα]] συντροφεύει τον άεργο άνθρωπο, σε Ησίοδ.· με γεν., <i>πενίης σύμφορα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[χρήσιμος]], [[επωφελής]], [[επικερδής]], [[ωφέλιμος]], [[ταιριαστός]], [[καλός]], με δοτ., στον ίδ., σε Θουκ.· σύμφορόν ἐστι = [[συμφέρει]], με απαρ., σε Ηρόδ.· <i>Πλούτῳ συμφορώτατον</i>, σε Αριστοφ.· <i>τὰ σύμφορα</i>, ό,τι είναι ωφέλιμο ή επωφελές, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὸ ὑμέτερον ξύμφορον</i>, η συνυφασμένη προς το όφελος [[δικαιολογία]] σας, σε Θουκ.· επίρρ., [[συμφόρως]] ἔχειν, με επωφελή τρόπο, ωφέλιμα, σε Ξεν.· συγκρ. <i>συμφορώτερον</i>, σε Θουκ.· υπερθ. <i>-ώτατα</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]] λέγεται για πρόσωπα, <i>ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι</i>, οι καταλληλότεροι για να πολεμήσει [[κάποιος]] [[εναντίον]] τους, σε Θουκ. | |lsmtext='''σύμφορος:''' -ον ([[συμφέρω]] III),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που συμβαίνει από κοινού με, [[συνακόλουθος]], [[επακόλουθος]], συνοδευτικός, λιμὸςἀεργῷ [[σύμφορος]] [[ἀνδρί]], η [[πείνα]] συντροφεύει τον άεργο άνθρωπο, σε Ησίοδ.· με γεν., <i>πενίης σύμφορα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[χρήσιμος]], [[επωφελής]], [[επικερδής]], [[ωφέλιμος]], [[ταιριαστός]], [[καλός]], με δοτ., στον ίδ., σε Θουκ.· σύμφορόν ἐστι = [[συμφέρει]], με απαρ., σε Ηρόδ.· <i>Πλούτῳ συμφορώτατον</i>, σε Αριστοφ.· <i>τὰ σύμφορα</i>, ό,τι είναι ωφέλιμο ή επωφελές, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὸ ὑμέτερον ξύμφορον</i>, η συνυφασμένη προς το όφελος [[δικαιολογία]] σας, σε Θουκ.· επίρρ., [[συμφόρως]] ἔχειν, με επωφελή τρόπο, ωφέλιμα, σε Ξεν.· συγκρ. <i>συμφορώτερον</i>, σε Θουκ.· υπερθ. <i>-ώτατα</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]] λέγεται για πρόσωπα, <i>ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι</i>, οι καταλληλότεροι για να πολεμήσει [[κάποιος]] [[εναντίον]] τους, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύμφορος:''' <b class="num">1)</b> постоянно сопровождающий, сопутствующий (τινι и τινος Hes.);<br /><b class="num">2)</b> приличествующий, подходящий, подобающий (τινι Hes., Arph.);<br /><b class="num">3)</b> пригодный, полезный, удобный (ἔς τι Thuc. и πρός τι Isocr., Plat.): τὰ συμφορώτατά τινι δρᾶν Eur. поступать в чьих-л. кровных интересах; ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι Thuc. наиболее удобные противники. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A accompanying, λιμὸς ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί hunger is the sluggard's companion, Hes.Op.302: c. gen., πενίης οὐ σύμφοροι, ἀλλὰ κόροιο Id.Th.593. II suitable, useful, profitable, c. dat., ἔκτη . . κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστιν the sixth day is not good for a girl, Id.Op.783; οὐ . . σύμφορόν ἐστι γυνὴ νέα ἀνδρὶ γέροντι Thgn.457; ἡ πενίη κακῷ σύμφορος ἀνδρὶ φέρειν Id.526; πολλῷ ξυμφορώτερον ἐς . . Th.3.47; πρὸς . . Pl.Lg.766e, Isoc.6.74 (Sup.); σύμφορόν ἐστι, = συμφέρει, Hdt.8.60.ά, S.OC592; Πλούτῳ . . τοῦτο -ώτατον Ar.Pl.1162, cf. Th.2.36: τὰ σ. what is expedient, S.OC464, etc.; τῶν ἀναγκαίων ξυμφόρων διαναστάς departing from his necessary (i.e. natural) interests, Th.4.128; δρᾶν τὰ -ώτατά τινι E.Med.876; τὸ ὑμέτερον ξ. your plea of expediency, opp. τὸ δίκαιον, Th.5.98, cf. 3.47. Adv., -ρως ἔχειν to be expedient, Isoc.5.102; Χρῆσθαι X.Cyr.4.2.45: Comp. -ώτερον Id.HG6.5.39: Sup. -ώτατα Th.8.43, X.Cyr.5.3.22, PCair.Zen.637.14 (iii B.C.), etc. 2 rarely of persons, ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι most convenient to make war upon, Th.8.96. III τὸ σύμφορον ὄνομα is f.l. for τὸ σῦφαρ ὄνομα (cj. Schöne, Berl.Sitzb.1924.100) in Gal.6.379.
German (Pape)
[Seite 992] das, was sich wobei zuträgt, damit nothwendig zusammenhängt, λιμὸς ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί, Hunger ist dem Faulen ein steter oder verdienter Gefährte, Hes. O. 304; auch c. gen., πενίης οὐ σύμφορα, ἀλλὰ κόροιο, der Uebersättigung Gefährten, Th. 593. – Gew. angemessen, zuträglich, κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστιν ἕκτη, der sechste Monatstag ist einem Mädchen nicht zuträglich, Hes. O. 783; γυνὴ νέα οὐ σύμφορον ἀνδρὶ γέροντι, ein junges Weib paßt nicht für einen alten Mann, Theogn. 457; übh. nützlich, παραινέσαι σοι βούλομαι τὰ σύμφορα, Soph. O. C. 465; θυμὸς δ' ἐν κακοῖς οὐ ξύμφορον, 596, u. oft; δοκεῖ μοι ταῦτα ξύμφορ' εἶναι, Eur. Med. 779; ὃς ἡμῖν δρᾷ τὰ συμφορώτατα, 876; Ar. Plut. 1162; Her. 8, 60, 1; ἔς τι, Thuc. 3, 47; πρός τι, Plat. Legg. VI, 766 e; ὡς εἰς παίδων γενεὰν οὐ ξύμφορα τὰ τοιαῦτα, XI, 913 c; τοῦτο εἰς τὴν κρίσιν ἡμῖν ἐστι ξυμφορώτατον, Phil. 64 c; Xen. Cyr. 2, 2, 20; auch adv., συμφόρως, 9, 2, 45; συμφορώτερον, Thuc. 3, 40.
Greek (Liddell-Scott)
σύμφορος: -ον, (συμφέρω) ὁ ὁμοῦ μετά τινος φερόμενος, ὁ συνοδεύων αὐτόν, λιμὸς ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί, ἡ πεῖνα εἶναι σύντροφος τοῦ ἀργοῦ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 300· μετὰ γεν., πενίης οὐ σύμφορα, ἀλλὰ κόροιο ὁ αὐτ. ἐν Θεογ. 593. πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. σ. 83. ΙΙ. χρήσιμος, ὠφέλιμος, πρόσφορος, ἁρμόδιος, κατάλληλος, καλός, μετὰ δοτικ., κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστιν ἕκτη, ἡ ἕκτη ἡμέρα δὲν εἶναι καλὴ διὰ κοράσιον, «κόρη δὲ οὐ συμφέρουσά ἐστι» (Μοσχόπ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 781· γυνὴ νέα… οὐ σύμφορον ἀνδρὶ γέροντι Θέογν. 457· ἡ πενίη κακῷ σύμφορον ἀνδρὶ φέρειν ὁ αὐτ. 526· πολλῷ ξυμφορώτερον ἐς… Θουκ. 3. 47· πρός… Πλάτ. Νόμ, 766Ε, Ἰσοκρ. 131C· ― σύμφορόν ἐστι = συμφέρει, μετ’ ἀπαρεμφ., Ἡροδ. 8. 60, 1· ― Πλούτῳ... τοῦτο συμφορώτατον Ἀριστοφ. Πλ. 1162, πρβλ. Θουκ., κλπ.· τῶν ἀναγκαίων ξυμφόρων διαναστάς, ἀπομακρυνθεὶς ἀπὸ τῶν ἀναγκαίων (δηλ. τῶν φυσικῶν) του συμφερόντων, ὁ αὐτ. 4. 128· δρᾶν τὰ ξυμφορώτατά τινι Εὐρ. Μήδ. 876· τὸ ὑμέτερον, ξ., ἡ περὶ τοῦ συμφέροντος δικαιολογία σας, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δίκαιον, Θουκ. 5. 98, πρβλ. 3. 47. ― Ἐπίρρ., συμφόρως ἔχειν, σκοπίμως ἔχειν, Ἰσοκρ. 192Ε, Ξεν. συγκρ. συμφορώτερον, Θουκ. 3. 40, Ξεν. ὑπερθ. -ώτατα, Εὐρ. Μήδ. 876, Θουκ. 8. 43, Ξεν., κλπ. 2) σπανίως ἐπὶ προσώπων, ξυμφερώτατοι προσπολεμῆσαι, προσφορώτατοι ὅπως πολεμήσῃ τις κατ’ αὐτῶν, Θουκ. 8. 96.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui convient à, dat. ou ἐς et l’acc. ; avantageux, utile à, τινι ; σύμφορόν ἐστι avec l’inf. HDT il est avantageux de, il est utile de ; τὸ ὑμέτερον ξύμφορον THC votre avantage ; SOPH τὰ σύμφορα ce qui est avantageux;
Cp. συμφορώτερος, Sp. συμφορώτατος.
Étymologie: σύν, φέρω.
English (Slater)
σύμφορος ? συμφορο[ (supp. Turyn) Πα. 7C. a. 12.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύμφορος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφορος Α συμφέρω
1. χρήσιμος, ωφέλιμος, επωφελής («θυμὸς δ' ἐν κακοῑς οὐ ξύμφορον», Σοφ.)
2. κατάλληλος, πρόσφορος («σύμφορη λύση»)
3. ευνοϊκός
αρχ.
1. αυτός που συνοδεύει, ο σύντροφος («λιμὸς γάρ τοι πάμπαν ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί», Ησίοδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύμφορον
το συμφέρον
3. φρ. α) «σύμφορόν ἐστι» — είναι ταιριαστό, αρμόζει («οὔτοι σύμφορόν ἐστι γυνὴ νέα ἀνδρὶ γέροντι», Θεόγν.)
β) «δρᾱν τὰ συμφορώτατά τινι» — το να κάνει κανείς ό,τι τον συμφέρει περισσότερο.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύμφορος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφορος Α συμφέρω
1. χρήσιμος, ωφέλιμος, επωφελής («θυμὸς δ' ἐν κακοῑς οὐ ξύμφορον», Σοφ.)
2. κατάλληλος, πρόσφορος («σύμφορη λύση»)
3. ευνοϊκός
αρχ.
1. αυτός που συνοδεύει, ο σύντροφος («λιμὸς γάρ τοι πάμπαν ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί», Ησίοδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύμφορον
το συμφέρον
3. φρ. α) «σύμφορόν ἐστι» — είναι ταιριαστό, αρμόζει («οὔτοι σύμφορόν ἐστι γυνὴ νέα ἀνδρὶ γέροντι», Θεόγν.)
β) «δρᾱν τὰ συμφορώτατά τινι» — το να κάνει κανείς ό,τι τον συμφέρει περισσότερο.
Greek Monotonic
σύμφορος: -ον (συμφέρω III),
I. αυτός που συμβαίνει από κοινού με, συνακόλουθος, επακόλουθος, συνοδευτικός, λιμὸςἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί, η πείνα συντροφεύει τον άεργο άνθρωπο, σε Ησίοδ.· με γεν., πενίης σύμφορα, στον ίδ.
II. 1. χρήσιμος, επωφελής, επικερδής, ωφέλιμος, ταιριαστός, καλός, με δοτ., στον ίδ., σε Θουκ.· σύμφορόν ἐστι = συμφέρει, με απαρ., σε Ηρόδ.· Πλούτῳ συμφορώτατον, σε Αριστοφ.· τὰ σύμφορα, ό,τι είναι ωφέλιμο ή επωφελές, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.· τὸ ὑμέτερον ξύμφορον, η συνυφασμένη προς το όφελος δικαιολογία σας, σε Θουκ.· επίρρ., συμφόρως ἔχειν, με επωφελή τρόπο, ωφέλιμα, σε Ξεν.· συγκρ. συμφορώτερον, σε Θουκ.· υπερθ. -ώτατα, σε Ευρ. κ.λπ.
2. σπανίως λέγεται για πρόσωπα, ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι, οι καταλληλότεροι για να πολεμήσει κάποιος εναντίον τους, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
σύμφορος: 1) постоянно сопровождающий, сопутствующий (τινι и τινος Hes.);
2) приличествующий, подходящий, подобающий (τινι Hes., Arph.);
3) пригодный, полезный, удобный (ἔς τι Thuc. и πρός τι Isocr., Plat.): τὰ συμφορώτατά τινι δρᾶν Eur. поступать в чьих-л. кровных интересах; ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι Thuc. наиболее удобные противники.