τηκεδών: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(4b) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τηκεδών:''' όνος ἡ<br /><b class="num">1)</b> угасание, увядание, утрата сил Hom.;<br /><b class="num">2)</b> разложение, гниение (σαρκός Plat.);<br /><b class="num">3)</b> таяние (τῶν πάγων Diod.). | |elrutext='''τηκεδών:''' όνος ἡ<br /><b class="num">1)</b> угасание, увядание, утрата сил Hom.;<br /><b class="num">2)</b> разложение, гниение (σαρκός Plat.);<br /><b class="num">3)</b> таяние (τῶν πάγων Diod.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[τηκεδών]], όνος, ἡ, [τήκομαι]<br />a [[melting]] [[away]]: a [[wasting]] [[away]], [[consumption]], [[decline]], Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:55, 10 January 2019
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A melting, of snow, D.S.1.39. II wasting away, consumption, Od.11.201; τοῦ σκήνεος Aret.SD1.14; νούσων τακεδόνες (Dor. form) Supp.Epigr.2.615 (Teos, metr.); νόσῳ τηκεδόνι χρώμενος App.BC1.107. 2 a means for reducing one's weight, Hp.Mul.2.180. 3 putrefaction, σαρκὸς τακεδόνες Ti.Locr.102c, cf. Pl.Ti.82e; τ. πιμελῆς Gal.16.703.
German (Pape)
[Seite 1105] όνος, ἡ, das Schmelzen, Zerschmelzen des Schnees, D. Sic. 1, 39; das Verwesen, σαρκός, Tim. Locr. 102 c; vgl. Plat. Tim. 82 e; die Abzehrung, bes. als Krankheit, die Schwindsucht, οὔ τις οὖν μοι νοῦσος ἐπήλυθεν, ἥτε μάλιστα τηκεδόνι στυγερῇ μελέων ἐξείλετο θυμόν, Od. 11, 201; Sp., εὐνῆς, Agath. 7 (V, 289); auch ein zehrendes Mittel gegen das Fettwerden, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
τηκεδών: -όνος, ἡ, τῆξις, ἐπὶ χιόνος, Διόδ. 1. 39. ΙΙ. τὸ τήκεσθαι, φθίνειν, φθίσις, Ὀδ. Λ. 201· νόσῳ τηκεδόνι χρώμενος Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 107. 2) μέσον πρὸς ἴσχνανσιν’ Ἱππ. 665. 39· σαρκὸς τακεδόνες Τίμ. Λοκρ. 102C, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 82Ε.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
consomption, dépérissement.
Étymologie: τήκω.
English (Autenrieth)
όνος: melting, wasting away, decline, Od. 11.201†.
Greek Monolingual
-όνος, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. τακεδών Α
(για χιόνι) τήξη, λειώσιμο («διαλυομένων ὑπὸ τῆς θερμασίας τῶν πάγων, πολλὴν τηκεδόνα γίνεσθαι», Διόδ.)
αρχ.
1. μαρασμός, βαθμιαία, συνεχής φθορά του σώματος («οὔτε τις οὖν μοι νοῡσος ἐπήλυθεν, ἥτε μάλιστα τηκεδόνι στυγερῇ μελέων ἐξείλετο θυμόν», Ομ. Οδ.)
2. σήψη στον οργανισμό («τροπαὶ αἵματος ἤ σαρκὸς τακεδόνες», Τίμ. Λοκρ.)
3. μέσο για αδυνάτισμα, για μείωση του πάχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το θ. του ρ. τήκω με επίθημα -ε-δών (πρβλ. σηπ-ε-δών)].
Greek Monotonic
τηκεδών: -όνος, ἡ (τήκομαι), τήξη, φθορά, παρακμή, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
τηκεδών: όνος ἡ
1) угасание, увядание, утрата сил Hom.;
2) разложение, гниение (σαρκός Plat.);
3) таяние (τῶν πάγων Diod.).
Middle Liddell
τηκεδών, όνος, ἡ, [τήκομαι]
a melting away: a wasting away, consumption, decline, Od.