ἐμβροχή: Difference between revisions

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
(2)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἐμβροχή]])<br /><b>1.</b> το να εμβραχεί [[κάτι]], ύγρανση, [[μούσκεμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[διήθηση]] του δέρματος νεκρού εμβρύου από το αμνιακό [[υγρό]]<br /><b>2.</b> [[μέθοδος]] εκχύλισης δρόγης για [[παραλαβή]] τών δραστικών συστατικών της<br /><b>αρχ.</b><br />[[έμβρεγμα]], [[κομπρέσα]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἐμβροχή]], η (Α)<br />[[βρόχος]], [[αγχόνη]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἐμβροχή]])<br /><b>1.</b> το να εμβραχεί [[κάτι]], ύγρανση, [[μούσκεμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[διήθηση]] του δέρματος νεκρού εμβρύου από το αμνιακό [[υγρό]]<br /><b>2.</b> [[μέθοδος]] εκχύλισης δρόγης για [[παραλαβή]] τών δραστικών συστατικών της<br /><b>αρχ.</b><br />[[έμβρεγμα]], [[κομπρέσα]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐμβροχή]], η (Α)<br />[[βρόχος]], [[αγχόνη]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐμβροχή:''' <b class="num">I</b> ἡ [[ἐμβρέχω]] примочка, припарка (ἐ. καὶ [[κατάπλασμα]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ἡ [[βρόχος]] веревка с петлей Luc.
|elrutext='''ἐμβροχή:''' <b class="num">I</b> ἡ [[ἐμβρέχω]] примочка, припарка (ἐ. καὶ [[κατάπλασμα]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ἡ [[βρόχος]] веревка с петлей Luc.
}}
}}

Revision as of 12:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβροχή Medium diacritics: ἐμβροχή Low diacritics: εμβροχή Capitals: ΕΜΒΡΟΧΗ
Transliteration A: embrochḗ Transliteration B: embrochē Transliteration C: emvrochi Beta Code: e)mbroxh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐμβρέχω)

   A infusion, Dsc.1.43; embrocation, Antyll. ap. Orib.9.22.1, Plu.2.42c.    II (βρόχος) noose, halter, Luc.Lex.11.

German (Pape)

[Seite 807] ἡ, das Einweichen, Anfeuchten, Galen.; der feuchte Umschlag, Plut. de audit. 6. – Bei Luc. Lexiph. 11 die Schlinge zum Aufhängen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβροχή: ἡ, = ἔμβρεγμα, Πλούτ. 2. 42C, ἔνθα ἴδε Wyttenb. ΙΙ. (βρόχος), θηλειά, ἀγχόνη, Λουκ. Λεξιφ. 11.

French (Bailly abrégé)

1ῆς (ἡ) :
fomentation, lotion.
Étymologie: ἐμβρέχω.
2ῆς (ἡ) :
nœud coulant, lacet.
Étymologie: ἐν, βρόχος.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
nudo corredizo ἀπηγχόνησά τε αὐτὸν καὶ παρέλυσα τῆς ἐμβροχῆς Luc.Lex.11; cf. βρόχος.
-ῆς, ἡ
1 remojo, maceraciónde rosas en aceite, Dsc.1.43.3.
2 medic. embrocación, fomento Damocr. en Gal.13.1001, Crit.Hist. en Gal.13.878, ἐ. ἐλαίου ὀμφακίνου ψυχροῦ Gal.14.314, cf. Antyll. en Orib.9.22.1, Plu.2.42c, Ign.Pol.2.1, Luc.Ocyp.88, PTurner 14.14 (II d.C.), Paul.Aeg.3.43.2, 6.74.4, ἐμβροχαὶ δὲ τῇ κεφαλῇ Anon.Med.Acut.Chron.1.3.4, ἐμβροχὴ δι' ἐλαίου τε καὶ ἀψινθίου Gal.10.572, cf. Anon.Med.Acut.Chron.21.3.2.

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἐμβροχή)
1. το να εμβραχεί κάτι, ύγρανση, μούσκεμα
νεοελλ.
1. η διήθηση του δέρματος νεκρού εμβρύου από το αμνιακό υγρό
2. μέθοδος εκχύλισης δρόγης για παραλαβή τών δραστικών συστατικών της
αρχ.
έμβρεγμα, κομπρέσα.
(II)
ἐμβροχή, η (Α)
βρόχος, αγχόνη.

Russian (Dvoretsky)

ἐμβροχή: Iἐμβρέχω примочка, припарка (ἐ. καὶ κατάπλασμα Plut.).
IIβρόχος веревка с петлей Luc.