δεραιοπέδη: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(1b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δεραιοπέδη:''' ἡ Anth. = [[δεράγχη]].
|elrutext='''δεραιοπέδη:''' ἡ Anth. = [[δεράγχη]].
}}
{{elnl
|elnltext=δεραιοπέδη -ης, ἡ [δέραιον, πέδη] Dor. acc. δεραιοπέδαν, strop.
}}
}}

Revision as of 06:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεραιοπέδη Medium diacritics: δεραιοπέδη Low diacritics: δεραιοπέδη Capitals: ΔΕΡΑΙΟΠΕΔΗ
Transliteration A: deraiopédē Transliteration B: deraiopedē Transliteration C: deraiopedi Beta Code: deraiope/dh

English (LSJ)

ἡ,

   A collar, AP6.14 (Antip. Sid.), 9.76 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 548] ἡ, = δειροπέδη, Ant. Sid. 15. 62 (VI, 14 IX, 76).

Greek (Liddell-Scott)

δεραιοπέδη: ἡ, = δειροπέδη, Ἀνθ. Π. 6. 14., 9. 76.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
collet pour les oiseaux.
Étymologie: δέραιον, πέδη.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s):AP 6.14 (Antip.Sid.); δειροπέδη Gr.Naz.Mul.Orn.229, An.Boiss.4.373
1 lazo que aprieta el cuello usado para cazar pájaros AP l.c., 9.76 (ambos Antip.Sid.).
2 collar, torque para el cuello Gr.Naz.l.c.

Greek Monolingual

δεραιοπέδη, η (Α)
η δεροπέδη, το περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέραιον + πέδη «ο δεσμός, το δέσιμο» (πρβλ. ιστοπέδη, ισχνοπέδη)].

Greek Monotonic

δεραιοπέδη: ἡ, κολάρο, περιλαίμιο, βρόχος, θηλιά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δεραιοπέδη: ἡ Anth. = δεράγχη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεραιοπέδη -ης, ἡ [δέραιον, πέδη] Dor. acc. δεραιοπέδαν, strop.