σαλάκων: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
(nl) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σαλάκων -ωνος, ὁ [σάλος] opschepper. | |elnltext=σαλάκων -ωνος, ὁ [σάλος] opschepper. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σᾰλάκων, ωνος, ὁ,<br />a [[word]] of [[uncertain]] [[origin]], denoting a swaggerer, Arist. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:50, 10 January 2019
English (LSJ)
[λᾰ], ωνος, ὁ,
A pretentious person, Arist.Rh.1391a3, EE 1221a35, MM1192b2.
German (Pape)
[Seite 859] ωνος, ὁ, ein Mensch, der sich hoffährtig geberdet, der sich in üppiger Prunkliebe mit seinem Vermögen brüstet und überall groß thut, schwelgerischen Aufwand macht, der Großprahler, Aufschneider; Arist. rhet. 2, 16 eth. eud. 2, 3; Theophr.; VLL., vgl. Schol. Ar. Vesp. 1169.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰλάκων: -ωνος, ὁ, λέξις ἀγνώστου ἐτυμολογίας σημαίνουσα τὸν ματαιόφρονα καὶ μεγάλαυχον, «ξηπασμένος», Ἀριστ. Ρητ. 2. 16, 2, Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 3, 9., 3. 6, 2· ― ἐντεῦθεν σᾰλᾰκωνεία, ἡ, ματαιοφροσύνη, ἀλαζονεία, Ἀριστ. Μ. Ἠθικ. 1. 27, 1· σαλακωνία, ἡ, Ἀλκίφρων 2. 3, Ἀθήν. 691 Ε· ― καὶ σᾰλακωνίζω ἢ -ίζομαι, καὶ σαλακωνεύομαι, ὑπερηφανεύομαι, ἀλαζονεύομαι, «μεγαλοπιάνομαι», Φώτ., Σουΐδ., Ἡσύχ.· σεσαλακωνισμένη εἶναι ἡ πιθανὴ γραφὴ ἐν Meineke Ἕλλ. Κωμικ. 1. 98., 5. 2· καὶ διασαλακωνίζω ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Σφ. 1169, μετὰ παιδιᾶς ἀπὶ τῆς φράσεως: σαλεύειν τὸν πρωκτὸν (ἴδε σαλεύω ΙΙ. 3 καὶ Σχολ. ἔνθ’ ἀνωτ.), πρβλ. ὡσαύτως σαυλοπρωκτιάω. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 126.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
qui remue les hanches en marchant ; qui se donne de grands airs, fastueux, fanfaron.
Étymologie: cf. σαλεύω, σαυλόομαι.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
ματαιόδοξος, ξυπασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαξ, -ακος «κόσκινο» + κατάλ. -ων (πρβλ. γάστρ-ων)].
Greek Monotonic
σᾰλάκων: -ωνος, ὁ, λέξη αμφίβ. προέλ.· αλαζόνας, κομπορρήμων, ματαιόδοξος, ξιπασμένος.
Russian (Dvoretsky)
σᾰλάκων: ωνος ὁ чванный болтун, хвастун Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαλάκων -ωνος, ὁ [σάλος] opschepper.
Middle Liddell
σᾰλάκων, ωνος, ὁ,
a word of uncertain origin, denoting a swaggerer, Arist.