ὑδραγωγός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
(4b)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο, / [[ὑδραγωγός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που μεταφέρει το [[νερό]] (α. «[[υδραγωγός]] [[σωλήνας]]» — ο [[υδροσωλήνας]]<br />β. «υδραγωγὸς [[σείριος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για φαρμ.) αυτός που προκαλεί [[έκχυση]] εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη [[διάρροια]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[υδραγωγός]]<br />α) <b>τεχνολ.</b> [[αγωγός]] με τον οποίο μεταφέρεται το πόσιμο [[νερό]] από το [[υδραγωγείο]] στον [[τόπο]] διανομής και κατανάλωσης<br />β) <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] ορισμένων πόρων, οστών ή μαλακών μορίων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υδραγωγός]] του Σύλβιους» ή «συλουίειος [[υδραγωγός]]»<br /><b>ανατ.</b><br />[[πόρος]] μέσω του οποίου επικοινωνεί η [[τρίτη]] με την τέταρτη [[κοιλία]] του εγκεφάλου και διά μέσου του οποίου κυκλοφορεί εγκεφαλονωτιαίο [[υγρό]]<br />β) «[[υδραγωγός]] του κοχλία»<br /><b>ανατ.</b> [[οστέινος]] [[σωλήνας]] που περιέχει τον περιλεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω [[αφτί]]<br />γ) «[[υδραγωγός]] της αίθουσας»<br /><b>ανατ.</b> [[οστέινος]] [[σωλήνας]] που περιέχει τον ενδολεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω [[αφτί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] [[νερό]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[άτομο]] που μεταφέρει [[νερό]], [[υδροφόρος]]<br />β) [[υδραγωγείο]]<br />γ) [[κατασκευαστής]] ή [[διευθυντής]] υδραγωγείων<br />δ) αυτός που καταναλώνει [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] νερού<br />ε) διουρητικό [[φάρμακο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]].
|mltxt=-ο, / [[ὑδραγωγός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που μεταφέρει το [[νερό]] (α. «[[υδραγωγός]] [[σωλήνας]]» — ο [[υδροσωλήνας]]<br />β. «υδραγωγὸς [[σείριος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για φαρμ.) αυτός που προκαλεί [[έκχυση]] εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη [[διάρροια]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[υδραγωγός]]<br />α) <b>τεχνολ.</b> [[αγωγός]] με τον οποίο μεταφέρεται το πόσιμο [[νερό]] από το [[υδραγωγείο]] στον [[τόπο]] διανομής και κατανάλωσης<br />β) <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] ορισμένων πόρων, οστών ή μαλακών μορίων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υδραγωγός]] του Σύλβιους» ή «συλουίειος [[υδραγωγός]]»<br /><b>ανατ.</b><br />[[πόρος]] μέσω του οποίου επικοινωνεί η [[τρίτη]] με την τέταρτη [[κοιλία]] του εγκεφάλου και διά μέσου του οποίου κυκλοφορεί εγκεφαλονωτιαίο [[υγρό]]<br />β) «[[υδραγωγός]] του κοχλία»<br /><b>ανατ.</b> [[οστέινος]] [[σωλήνας]] που περιέχει τον περιλεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω [[αφτί]]<br />γ) «[[υδραγωγός]] της αίθουσας»<br /><b>ανατ.</b> [[οστέινος]] [[σωλήνας]] που περιέχει τον ενδολεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω [[αφτί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] [[νερό]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[άτομο]] που μεταφέρει [[νερό]], [[υδροφόρος]]<br />β) [[υδραγωγείο]]<br />γ) [[κατασκευαστής]] ή [[διευθυντής]] υδραγωγείων<br />δ) αυτός που καταναλώνει [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] νερού<br />ε) διουρητικό [[φάρμακο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑδρᾰγωγός:''' <b class="num">I</b> 2 приводящий воду (ὁ [[σείριος]] Ἴσιδος [[ἀστήρ]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ὁ гидрагог, специалист по водоснабжению Plut.
|elrutext='''ὑδρᾰγωγός:''' <b class="num">I</b> 2 приводящий воду (ὁ [[σείριος]] Ἴσιδος [[ἀστήρ]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ὁ гидрагог, специалист по водоснабжению Plut.
}}
}}

Revision as of 11:20, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρᾰγωγός Medium diacritics: ὑδραγωγός Low diacritics: υδραγωγός Capitals: ΥΔΡΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: hydragōgós Transliteration B: hydragōgos Transliteration C: ydragogos Beta Code: u(dragwgo/s

English (LSJ)

όν,

   A bringing water, σείριος Plu.2.365f; ὑ. ἐν συνόδῳ ἡ σελήνη Porph. ap. Eus.PE3.12: ὑ. φάρμακα purgatives producing watery motions, Gal.11.325.    II Subst. ὑ., ὁ, water-carrier, Artem.4.74, JHS24.195 (Greek text of Edict.Diocl.7.31, where aquarius).    2 maker or manager of aqueducts, Plu.2.914b; digger of a channel, Man.1.84.    b aqueduct or irrigation channel, with or without irrigation-machinery, LXX4 Ki.18.17, Si.24.30, PCair.Zen.268.36 (iii B. C.), PMich.Zen.45.23 (iii B. C.), PTeb.50.8, al. (ii B. C.), Wilcken Chr.461.21 (iii A. D.), etc.; ὑ. δαψιλής a copious watercourse, 1Enoch28.3.    3 one who drinks much water, dropsical person, Hp.Epid.7.122.    4 a plant, = νυμφαία, Apul.Herb.68.

German (Pape)

[Seite 1173] Wasser führend, leitend, Plut. qu. nat. 9, ὁ ὑδραγωγός, der über Wasserleitungen die Aufsicht hat od. über sie schreibt; τὸ ὑδραγωγόν, die Wasserleitung, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρᾰγωγός: -όν, ὁ φέρων ὕδωρ, σείριος Πλούτ. 2. 366Α· ὑδ. τόπος, πλήρης ὕδατος, Ὡραπόλλ.· - ὑδρ. φάρμακα, διουρητικά, Γαλην. 10. 463. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὑδρ., ὁ, ὁ φέρων ὕδωρ, ὑδροφόρος, Ἀρτεμίδ. 4. 74, Μανέθων 1. 84. 2) ὁ κατασκευάζων ἢ διευθύνων ὑδραγωγεῖα, Λατ. aquilex. Πλούτ. 2. 914Β. β) ὑδραγωγεῖον, Ἑβδ. (Βασ. Δ΄ ιη΄ 17, Σειρὰχ κδ΄ 30). 3) παρ’ Ἱππ. ὁ πίνων πολὺ ὕδων, ἄνθρωπος ὑδρωπικός, 1240C.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui conduit ou amène l’eau ; ὁ ὑδραγωγός inspecteur des aqueducs.
Étymologie: ὕδωρ, ἄγω.

Greek Monolingual

-ο, / ὑδραγωγός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που μεταφέρει το νερό (α. «υδραγωγός σωλήνας» — ο υδροσωλήνας
β. «υδραγωγὸς σείριος», Πλούτ.)
νεοελλ.
(για φαρμ.) αυτός που προκαλεί έκχυση εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη διάρροια
2. το αρσ. ως ουσ. ο υδραγωγός
α) τεχνολ. αγωγός με τον οποίο μεταφέρεται το πόσιμο νερό από το υδραγωγείο στον τόπο διανομής και κατανάλωσης
β) ανατ. ονομασία ορισμένων πόρων, οστών ή μαλακών μορίων
3. φρ. α) «υδραγωγός του Σύλβιους» ή «συλουίειος υδραγωγός»
ανατ.
πόρος μέσω του οποίου επικοινωνεί η τρίτη με την τέταρτη κοιλία του εγκεφάλου και διά μέσου του οποίου κυκλοφορεί εγκεφαλονωτιαίο υγρό
β) «υδραγωγός του κοχλία»
ανατ. οστέινος σωλήνας που περιέχει τον περιλεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω αφτί
γ) «υδραγωγός της αίθουσας»
ανατ. οστέινος σωλήνας που περιέχει τον ενδολεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω αφτί
αρχ.
1. (για τόπο) γεμάτος νερό
2. το αρσ. ως ουσ. α) άτομο που μεταφέρει νερό, υδροφόρος
β) υδραγωγείο
γ) κατασκευαστής ή διευθυντής υδραγωγείων
δ) αυτός που καταναλώνει μεγάλη ποσότητα νερού
ε) διουρητικό φάρμακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + ἀγωγός.

Russian (Dvoretsky)

ὑδρᾰγωγός: I 2 приводящий воду (ὁ σείριος Ἴσιδος ἀστήρ Plut.).
II ὁ гидрагог, специалист по водоснабжению Plut.