ποδώκης: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(nl) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ποδώκης -ες [πούς, ὠκύς] snelvoetig, van pers. of dieren; uitbr. van zaken snel:. ποδῶκες ὄμμα zijn oog is snel Aeschl. Sept. 623. | |elnltext=ποδώκης -ες [πούς, ὠκύς] snelvoetig, van pers. of dieren; uitbr. van zaken snel:. ποδῶκες ὄμμα zijn oog is snel Aeschl. Sept. 623. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποδώκης:''' <b class="num">1)</b> быстроногий ([[Ἀχιλλεύς]] Hom.; ἵπποι Plat.; [[λαγώς]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> быстрый, стремительный ([[ὄμμα]] Aesch.; [[θεῶν]] βλάβαι Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ες, (ὠκύς)
A swiftfooted, Hom. (esp. in Il.), mostly epith. of Achilles, 2.860, al.; of Dolon, 10.316; of the mares of Eumelus, 2.764, cf. Hes.Sc.191: in Prose, ἄνθρωπος Th.3.98, cf. Plu. Fab.7; δρομεύς Alcid.Soph.7; ἡμεροσκόποι Aen.Tact.6.5; [ἐφ' ἵππων] ὅτι -εστάτων Pl.R.467e, cf. Palaeph.1 (Comp.); κύων Id.4; λαγώς X.Mem.3.11.8. 2 generally, swift, quick, ὄμμα A.Th.623 (nisi leg. οἶμα) ποδώκει χαλκεύματι Id.Ch.576; τό τοι κακὸν ποδῶκες ἔρχεται Id.Fr.22; θεῶν π. βλάβαι S.Ant.1104: metaph., hasty, impetuous, rash, οὐ χρὴ π. τὸν τρόπον λίαν φορεῖν Trag.Adesp.519: Sup. ποδωκέστατος Pl.l.c.; Ep. ποδωκηέστατος A.R.1.180.
German (Pape)
[Seite 643] ες, fußschnell, schnellfüßig; Hom., bes. in der Il., gew. Beiwort des Achill; auch bei Hes. u. sp. D.; überh. schnell; ποδῶκες ὄμμα, Aesch. Spt. 605, χάλκευμα, Ch. 569; θεῶν ποδώκεις βλάβαι, Soph. Ant. 1104; auch in Prosa: ἄνθρωποι, Thuc. 3, 98; ἐφ' ἵππ ων ὅτι ποδωκεστάτων, Plat. Rep. V, 467 e; δρομεύς, Alcidam. sophist. p. 674, 18; Plut. Fab. Max. 7; ἱππεῖς, Sull. 17. – An. Rh. 1, 180 hat (wie von ποδωκήεις) den superl. ποδωκηέστατος.
Greek (Liddell-Scott)
ποδώκης: -ες, (ὠκὺς) ὁ πόδας ὠκύς, ταχὺς τοὺς πόδας, ὠκύπους, Ὅμ. (μάλιστα ἐν Ἰλ.), τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀχιλλέως· τοῦ Δόλωνος Κ. 316· τῶν ἵππων τοῦ Εὐμήλου, ποδώκεας ὄρνιθας ὣς Β. 764· ὡσαύτως παρ’ Ἡσ.· ἐνίοτε δὲ καὶ παρ’ Ἀττικοῖς πεζογράφοις, ἄνθρωπος Θουκ. 3. 98· [ἐφ’ ἵππων] ὅτι ποδωκεστάτων Πλάτ. Πολ. 467Ε· λαγὼς Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 8. 2) καθόλου, ταχύς, ὄμμα Αἰσχύλ. Θήβ. 623· ποδώκει χαλκεύματι ὁ αὐτ. ἐν Χο. 576· τό τοι κακὸν ποδῶκες ἔρχεται Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 383· π. τὸν τρόπον... φορεῖν αὐτόθι 258· θεῶν π. βλάβαι Σοφ. Ἀντ. 1104· ― μεταφορ., ὁρμητικός, ταχύς, ἐσπευσμένος, τρόπος Χαιρήμ. παρὰ Στοβ. 53. 5. ― Ὑπερθ. ποδωκέστατος, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· κατ’ Ἐπικ. ἐπέκτασιν, ποδωκηέστατος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 180· πρβλ. ὑπεροπληέστατος.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 aux pieds agiles;
2 p. ext. agile, prompt, vif;
Sp. ποδωκέστατος.
Étymologie: πούς, ὠκύς.
English (Autenrieth)
ες (ὠκύς): swift of foot, fleet-footed.
Greek Monolingual
-ες, Α
1. (για ανθρώπους και ζώα, κυρίως άλογα) ο γρήγορος στα πόδια (α. «ὑπὸ χερσὶ ποδώκεος Αἰακίδαο», Ομ. Ιλ.
β. «ἄνθρωποι ποδώκεις καὶ ψιλοί», Θουκ.)
2. ταχύς, γρήγορος («ποδῶκες ὄμμα», Αισχύλ.)
3. ορμητικός, βίαιος («ποδώκεα τρόπον» Τραγ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ώκης (< ὦκος< ὠκύς «ταχύς, γρήγορος»), πρβλ. ανεμ-ώκης, ιππ-ώκης].
Greek Monotonic
ποδώκης: -ες (ὠκύς),·
1. γρήγορος, ταχύς στα πόδια, γοργοπόδαρος, λέγεται για τον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· ποδώκης ἄνθρωπος, σε Θουκ.· λαγώς, σε Ξεν.
2. γενικά, γρήγορος, ταχύς, ὄμμα, σε Αισχύλ.· θεῶν ποδώκεις, βλάβαι, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποδώκης -ες [πούς, ὠκύς] snelvoetig, van pers. of dieren; uitbr. van zaken snel:. ποδῶκες ὄμμα zijn oog is snel Aeschl. Sept. 623.
Russian (Dvoretsky)
ποδώκης: 1) быстроногий (Ἀχιλλεύς Hom.; ἵπποι Plat.; λαγώς Xen.);
2) быстрый, стремительный (ὄμμα Aesch.; θεῶν βλάβαι Soph.).