καλλικρήδεμνος: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(nl)
(1ab)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καλλικρήδεμνος -ον [καλός, κρήδεμνον] met mooie hoofddoek.
|elnltext=καλλικρήδεμνος -ον [καλός, κρήδεμνον] met mooie hoofddoek.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-κρήδεμνος, ὁ, ἡ, [[κρήδεμνον]]<br />with [[beautiful]] headband, Od.
}}
}}

Revision as of 11:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλικρήδεμνος Medium diacritics: καλλικρήδεμνος Low diacritics: καλλικρήδεμνος Capitals: ΚΑΛΛΙΚΡΗΔΕΜΝΟΣ
Transliteration A: kallikrḗdemnos Transliteration B: kallikrēdemnos Transliteration C: kallikridemnos Beta Code: kallikrh/demnos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A with beautiful head-band, ἄλοχοι Od.4.623; θεά B.Scol.Fr.5i22.

German (Pape)

[Seite 1310] mit schöner Stirnbinde, ἄλοχος Od. 4, 623.

Greek (Liddell-Scott)

καλλικρήδεμνος: ὁ, ἡ, ἔχων καλὸν κρήδεμνον, ὡραῖον κάλυμμα κεφαλῆς, ἄλοχος Ὀδ. Δ. 623.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles bandelettes.
Étymologie: καλός, κρήδεμνον.

English (Autenrieth)

(κρήδεμνον): with beautiful head-bands, pl., Od. 4.623†.

Greek Monolingual

καλλικρήδεμνος, ο, η (Α)
αυτός που έχει ωραίο κάλυμμα του κεφαλιού («ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κρή-δεμνος (< κρή-δεμνον), πρβλ. κυανο-κρή-δεμνος, λιπαρο-κρή-δεμνος].

Greek Monotonic

καλλικρήδεμνος: ὁ, ἡ (κρήδεμνον), αυτός που έχει ωραίο κάλυμμα κεφαλιού, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

καλλικρήδεμνος: в красивой головной повязке (ἄλοχος Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλικρήδεμνος -ον [καλός, κρήδεμνον] met mooie hoofddoek.

Middle Liddell

καλλι-κρήδεμνος, ὁ, ἡ, κρήδεμνον
with beautiful headband, Od.