ἀποδατέομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(1)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀποδατέομαι:''' Hom. v. l. = [[ἀποδαίομαι]].
|elrutext='''ἀποδατέομαι:''' Hom. v. l. = [[ἀποδαίομαι]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[portion]] out to others, to [[apportion]], τί τινι Il.<br /><b class="num">II.</b> to [[part]] off, [[separate]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 16:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδᾰτέομαι Medium diacritics: ἀποδατέομαι Low diacritics: αποδατέομαι Capitals: ΑΠΟΔΑΤΕΟΜΑΙ
Transliteration A: apodatéomai Transliteration B: apodateomai Transliteration C: apodateomai Beta Code: a)podate/omai

English (LSJ)

fut. -δάσομαι [ᾰ], Ep. -δάσσομαι: Ep. aor.

   A -δασσάμην Theoc.17.50, inf. -δάτταθθαι Leg.Gort.4.29:—portion out to others, apportion, ἥμισν τῷ ἐνάρων ἀποδάσσομαι Il.17.231; Ἀχαιοῖς ἄλλ' ἀποδάσσεσθαι 22.118; σοὶ δ' αὖ . . τῶνδ' ἀποδάσσομαι ὅσσ' ἐπέοικεν 24.595; πάντωνἴσον Pi.N.10.86, cf. Call.Del.9, etc.    II part off, separate, ἀποδασάμενος μόριον ὅσον δὴ τῆς στρατιῆς Hdt.2.103.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδατέομαι: μέλλ. -δάσομαι [ᾰ], Ἐπ. -δάσσομαι: - ἀπομερίζω, χωρίζω μερίδιον δι’ ἄλλου, ἥμισυ τῷ… ἀποδάσσομαι Ἰλ. Ρ. 231· Ἀχαιοῖς ἀλλ’ ἀποδάσσεσθαι Χ. 118· σοὶ δ’ αὖ… τῶνδ’ ἀποδάσσομαι, ὅσσ’ ἐπέοικεν Ω. 595· πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 162, Καλλ. εἰς Δῆλ. 9, κτλ. ΙΙ. χωρίζω μέρος ἐκ συνόλου τινός, ἀποσπῶ, ἀποδασάμενος τῆς ἑωυτοῦ στρατιῆς μόριον ὅσον δὴ αὐτοῦ κατέλιπε τῆς χώρης οἰκήτορας Ἡρόδ. 2. 103.

English (Slater)

ἀποδᾰτέομαι
   1 share out c. acc. & gen. “πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον” (N. 10.86)

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. no testimoniado; fut. -δάσομαι c. -ᾰ-, ép. -δάσσομαι Il.17.231, 24.595; aor. ind. -δάσσαο Theoc.17.50, inf. -δάσσασθαι Pi.N.10.86, -δάττασθαι ICr.4.72.4.29 (Gortina V a.C.)]
I gener. c. ac. y dat.
1 dar una parte, repartir ἥμισυ τῷ ἐνάρων ἀποδάσσομαι le daré la mitad de los despojos, Il.17.231, σοὶ δ' αὖ ... τῶνδ' ἀποδάσσομαι ὅσσ' ἐπέοικεν Il.24.595, Ἀχαιοῖς ἄλλ' ἀποδάσσεσθαι Il.22.118, πάντων ... ἀποδάσσασθαι ἴσον Pi.N.10.86, ἑὰς δ' ἀπεδάσσαο τιμάς le diste sus honores como parte (de los tuyos, ref. a Afrodita), Theoc.17.50, cf. ICr.4.72.4.29 (Gortina V a.C.).
2 fig. dedicar una parte Δήλῳ νῦν οἴμης ἀποδάσσομαι Call.Del.9.
II separar, apartar c. ac. ἀποδασάμενος τῆς ... στρατιῆς μόριον Hdt.2.103.

Greek Monolingual

ἀποδατέομαι (Α) δατούμαι
1. ξεχωρίζω, δίνω μερίδιο σε κάποιον
2. διαχωρίζω, αποσπώ μέρος ενός όλου.

Greek Monotonic

ἀποδατέομαι: μέλ. -δάσομαι, Επικ. -δάσσομαι·
I. μοιράζω σε άλλους, διαμοιράζω, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. χωρίζω ένα μέρος από το σύνολο, ξεχωρίζω, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδατέομαι: Hom. v. l. = ἀποδαίομαι.

Middle Liddell


I. to portion out to others, to apportion, τί τινι Il.
II. to part off, separate, Hdt.